Παρουσιάστηκα στον στρατό στις αρχές του 1975 μόλις τελείωσα την ΑΣΟΕΕ. Είχα ζήσει τη γέννηση και την εξέλιξη του φοιτητικού κινήματος σε όλες του τις φάσεις με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, καθώς και τις εξελίξεις του ’74, με αποκορύφωμα την απώλεια της μισής Κύπρου, την κατάρρευση της χούντας και την αρχή της μεταπολίτευσης.
Στον στρατό ύστερα από ταχύρρυθμη βασική εκπαίδευση στην ειδικότητα στα κέντρα εκπαίδευσης τοποθετήθηκα σε μονάδα αρμάτων στον βορρά της χώρας σε μια περίοδο αυξημένης πολεμικής ετοιμότητας.
Η υποδοχή στη μονάδα μας από τους βαθμοφόρους ήταν η αναμενόμενη, όπως αναμενόμενη ήταν και η «αντιθεσμική» υποδοχή από τους «παλιούς», που είχαν την ευκαιρία να ανταποδώσουν το δικό τους καψόνι. Από εμένα απαίτησαν να τραγουδήσω κλεισμένος μέσα σε μια ντουλάπα μόλις θα έπεφτε ένα κέρμα μέσα από την κλειδαρότρυπα. Μπήκα στην ντουλάπα, κούρδισα τις φωνητικές μου χορδές και άρχισα να τραγουδώ το «Πότε θα κάνει ξαστεριά».
Έκτοτε κανείς «παλιός» δεν τόλμησε να με καψονάρει και όταν ο ίδιος «πάλιωσα», δεν άφηνα πια να κάνουν καψόνι σε κανένα. Έτσι μπήκα εξαρχής στο μάτι μόνιμους χαμηλόβαθμους, με παρατηρήσεις πότε για το μουστάκι μου και πότε για τα άρβυλά μου – ισχυρίζονταν ότι τα έδενα όπως οι αντάρτες.
Ο ανεξάρτητος και περίπου απομονωμένος εργασιακός μου χώρος μου έδωσε τη δυνατότητα στον ελεύθερο χρόνο μου να ασχοληθώ με τη χαλκογραφία για ποικίλα θέματα, κυρίως όμως καδράκια με άρματα για δώρα στους φαντάρους των τεθωρακισμένων.
Σε αντίθεση με τις συζητήσεις μας στα κέντρα εκπαίδευσης, στη μονάδα δεν γινόταν καμία αναφορά στο Πολυτεχνείο και το φοιτητικό κίνημα. Αυτά τα συζητάγαμε μεταξύ μας κάποιοι που ήμασταν στο Πολυτεχνείο, ανάμεσά τους ο συμφοιτητής μου Κώστας Λάζαρης και ο γιατρός της μονάδας Γιάννης Νταής.