Ανθρωποι που δεν αναγνωρίζουμε σύνορα, περιορισμούς, κάγκελα, φυλακές. Άνθρωποι που δεν θέλουμε εμείς και οι άνθρωποι γύρω μας να ζουν χωρίς το δίκιο, χωρίς νερό, χωρίς τροφή, χωρίς υγεία, χωρίς ελευθερία. Που δεν θέλουμε τη ζωή με χειροπέδες, κρατητήρια, στρατόπεδα συγκέντρωσης, αστυνομοκρατία.
Άνθρωποι που δεν θέλουμε οι άνθρωποι να χωριζόμαστε σε νόμιμους και παράνομους. Που δεν θέλουμε οι άνθρωποι να χωριζόμαστε από τους δικούς μας ανθρώπους και τους «ξένους» μας, από ένα χαρτί, από έναν φράχτη, από στρατούς, εγκληματικές νομοθεσίες και από μια γραμμή στον χάρτη. Δεν ήμασταν ένας, μία, εκατό ή δέκα. Ήμασταν όλες και όλοι μαζί, όλα όσα έπρεπε και όταν χρειαζόταν.
Βρεθήκαμε μεταξύ μας. Στην αρχή στο Κέντρο Προσφύγων στο Λαύριο με τσάντες με τρόφιμα. Στην απεργία των Σύρων προσφύγων στο Σύνταγμα. Στις ρατσιστικές επιθέσεις στην Παλιά Κοκκινιά. Στις πρώτες συναντήσεις στα Εξάρχεια, στο Πεδίον του Άρεως.
– Τί θα κάνουμε για όλα αυτά;
– Πρέπει κάτι να κάνουμε για όλα αυτά.
Βρεθήκαμε στην Ειδομένη. Στο λιμάνι του Πειραιά. Σε πορείες στο κέντρο, σε μεγάλες πορείες, μέρες με ήλιο. Και σε άλλες, σκοτεινές, σε γειτονιές πληγωμένες από το χέρι του φασισμού και της φτώχειας. Βρεθήκαμε στην πλατεία Βικτωρίας και στην πλατεία Αμερικής. Στις καταλήψεις στέγασης στο κέντρο της Αθήνας.
Βρεθήκαμε στον Πλάτανο της Λέσβου, στη ΒΙΑΛ, τη Μόρια, τη Σάμο, στα Κύθηρα, στις κοινότητες μεταναστών. Στα σπίτια τους, στις σκηνές τους που άνοιγαν για μας με ένα φαγητό να το μοιραστούμε, ένα τσάι με δυόσμο. Ακόμη και μια φορά στο ύψωμα με τις ελιές, στη Μόρια, όπου εκείνος ο άνθρωπος δεν είχε τίποτε άλλο και μοιράστηκε μαζί μας ένα μπουκάλι με νερό. Με ένα ποτήρι. Και στο Πεδίον του Άρεως· εκείνη δεν είχε τίποτε κι έφερε ένα σακουλάκι αλάτι κι ένα πιπέρι.