Είχε βγάλει τον πίνακα έξω από το σπίτι για να τον πετάξει. Ήταν τεράστιος, ο πιο μεγάλος που είχε ποτέ ζωγραφίσει. Απόρησα. Μες στο βασίλειο της ακαταστασίας του οι πίνακές του ήταν πάντα ό,τι πιο καλά φροντισμένο. Τον έβαλα γρήγορα στο πατρικό μας σπίτι και τον πήρα τηλέφωνο.
– Έβγαλες έξω τον μεγάλο πίνακα;
– Ναι, δεν τον θέλω
– Γιατί;
– Έτσι, είναι μεγάλος, δεν χωράει στο νέο μου σπίτι…
– Να τον πάρω εγώ;
– Πάρ’ τον.
Μετά βίας χώρεσε στο αυτοκίνητο που του έριξα τα καθίσματα. Ήταν ζωγραφισμένος σε ευτελές υλικό. Πεπιεσμένο ξύλο από πλάτη ντουλάπας μάλλον, αλλά δεν τον ρώτησα ποτέ για την προέλευση. Κατάλαβα ότι σε αυτό τον πίνακα κάτι τον ενοχλούσε έντονα. Είχα μάθει να μη σκαλίζω και πολύ γιατί θα άναβα καβγάδες.
Κάποτε τα λέγαμε όλα. Πλέον ήταν καιρός που τα κρατούσαμε μέσα μας σαν μια ανείπωτη και άγραφη συμφωνία. Ανάμεσά μας είχε μπει έτσι κι αλλιώς η γνώμη των συζύγων μας.
Ο πίνακας είχε αληθινό ξύλο για πλαίσιο· ακόμη μια έκπληξη. Τον είχε κορνιζώσει και μετά τον πέταξε. Ένα πολύ λιτό, απλό, καφέ, ξύλινο πλαίσιο.
Με ένα πριόνι έκοψα το κάτω μέρος που ήταν ζωγραφισμένο ένα πάτωμα. Ήμουν ικανοποιημένη. Τι να το έκανα το πάτωμα; Η ουσία ήταν στην επάνω απεικόνιση.
Μα πώς ήθελε να πετάξει έναν τέτοιον πίνακα αναρωτήθηκα; Εκεί μέσα είχε βάλει όσα αγάπησε μέχρι τότε, στα 32 του χρόνια που παντρεύτηκε: η γειτονιά, τα τραπεζάκια του καφενείου, η βάρκα η ανάστροφη αραγμένη να περιμένει το ταξίδι, η παρέα, τα ραντεβουδάκια, οι φίλοι.
Όλα αυτά σε ένα νυχτερινό περιβάλλον δίχως άστρα, με ένα μπλε χρώμα που τα φώτιζε όλα σαν να ήταν μέρα.
Κρέμασα τον πίνακα αρκετά ψηλά στον τοίχο μου. Στην αρχή, όταν το βλέμμα μου έπεφτε πάνω του τυχαία, θλίψη σχηματιζόταν μέσα μου.