Η διανοητική ιστορία αναζητά τα δικά της εδάφη, την εμπειρική της επίγνωση, την εύσχημη αυτονομία του ζωντανού ίχνους, εκεί που το «μετέπειτα» συσσώρευσε τις δικές του επιστρώσεις.
Το δικό μου πλαίσιο αναφοράς, σε αυτή την ιχνηλασία γύρω από την Πατησίων και τη Γ΄ Σεπτεμβρίου, συμπυκνώθηκε σε λίγες γραμμές από το βιβλίο Συνυπάρχοντες του Αριστοτέλη Νικολαΐδη: «Κατοχή, Δεκέμβρης, εμφύλιος πόλεμος, μια φοβερή αλυσίδα γεγονότων κ’ η Αθήνα τώρα έμοιαζε ανέμελη και ειρηνική, πρόθυμη να τα ξεχάσει όλα. Όμως εγώ γυρνώντας ύστερα από τόσα χρόνια δεν μπορούσα να ξεχάσω εύκολα κ’ ένιωθα κάτω από τη στίλβουσα επιφάνεια τις πληγές, ένιωθα τις απροσδιόριστες δονήσεις του μέλλοντος. Και εύκολα παλινδρομούσα».
Και το ελάχιστο ίχνος χρειάζεται το ελάχιστο δικό του θεμελιώδες «κείμενο»· μια φευγαλέα νύξη στο γύρισμα μιας φράσης της αυτόπτριας: «Είχα περάσει από εκείνο το σπίτι, είχε και πολυβολείο, Καποδιστρίου… 43…». Η αυτόπτρια, τότε νέα ηθοποιός και ΕΛΑΣίτισσα, έζησε τις μάχες του Δεκέμβρη του 1944 στις πρώτες γραμμές του πυρός, ως σύνδεσμος του ΕΛΑΣ στο κέντρο και τα δυτικά. Θυμάται ξεκάθαρα, «ναι, Καποδιστρίου 43», μέσα Δεκέμβρη του 1944. Το σώμα των πληροφοριών αγωνιά να αποκαταστήσει σώματα, έστω και φευγαλέα, όλες οι διαδικασίες της μνήμης παλινδρομούν τόσο εύκολα. «Τι σπίτι;». «Μια μικρή πολυκατοικία, μοντέρνα ήταν, θυμάμαι…».
Το σώμα ιχνηλατεί, αγωνιώντας να επιβεβαιώσει την ύπαρξη του ίχνους. Σαν να εξαρτώνται κι από αυτό το ελάχιστο πολυσχιδή γεγονότα. Σαν να είναι ακόμη μια δίοδος για να δραπετεύσουν από τη στίλβουσα επιφάνεια.
Καποδιστρίου 43 λοιπόν ακόμη διατηρείται μια μικρή πολυκατοικία από τη δεκαετία του ’30, με έρκερ και εξώστες. Κι εδώ ξανάρθε στον νου το συμπλήρωμα της φράσης: «Κατέβαινα τη σκάλα κουτρουβαλώντας, στον δρόμο έτρεχα και καλυπτόμουν… μεγάλο μπέρδεμα μέχρι τη Βάθη».
Τέτοια φάλτσα ξεσπούν στην τροχιά της αφήγησης πιο εξαιρετικών γεγονότων και υποδεικνύουν τον δικό τους δρόμο: εκεί που βλέπεις ακόμη τη μικρή, «μοντέρνα» πολυκατοικία, Καποδιστρίου 43.