Η υποκρισία ήταν και παραμένει ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά του νεοέλληνα. Ανεξαρτήτως ταυτότητας, ιδεολογίας, πολιτικής, τοποθέτησης κ.λπ.
Τον τελευταίο καιρό έχουν στηθεί δικαιολογημένα αρκετά αφιερώματα στον Παύλο Σιδηρόπουλο. Όπως και στον εμβληματικό τους –δεν τον έκανε μόνος του ο Παύλος, είχε και σπουδαίους μουσικούς δίπλα του– δίσκο Φλου με το θρυλικό τραγούδι Ο Μπάμπης ο Φλου.
Είμαι λίγα χρόνια μικρότερος από την ηλικία που θα ήταν σήμερα ο Παύλος Σιδηρόπουλος αν ζούσε. Ο δίσκος έσκασε σαν μικρή βόμβα τότε στους κύκλους των ροκάδων. Διαισθητικά ξέραμε πως κάτι καινούργιο, κάτι σημαντικό μόλις είχε αναδυθεί. Προσωπικά τον χάρηκα, τον απόλαυσα και τον έζησα μέχρι τα μπούνια.
Η επιδραστικότητα του Μπάμπη του Φλου είναι πλέον ιστορικά βεβαιωμένη. Ήταν βεβαιωμένη και στην εποχή του. Όπως άλλωστε και της Εκδίκησης της γυφτιάς του Μανώλη Ρασούλη περίπου την ίδια εποχή.
Δεν θα μιλήσω για τη σπουδαιότητα του δίσκου του Παύλου. Υπάρχουν μουσικολόγοι γι’ αυτό. Θα αναφερθώ όμως στην τεράστια υποκρισία πάρα πολλών μη αναγνωρίσμων αλλά και αρκετών αναγνωρίσιμων φρικιών – με την καλή έννοια. Είναι αυτοί που βγαίνουν στις μέρες μας ως τιμητές δοξολογώντας το ταλέντο και την προσωπικότητα του Παύλου.
Είναι οι ίδιοι ακριβώς που στη δεκαετία του ’80 τον απαξίωναν επειδή, λέει, ήταν εξαρτημένος από τα σκληρά. Αρκετοί από αυτούς που στην κηδεία του ήταν βαριά πενθούντες εκείνη την εποχή δεν είχαν κανένα πρόβλημα να τον απορρίπτουν προσάπτοντάς του φωναχτά και στα ίσια την εξάρτησή του.
Ήταν ψιλοαποκλεισμένος ο Παύλος Σιδηρόπουλος από διάφορα μουσικά δρώμενα και συμβάντα της εποχής. Μην ακούτε τι υποστηρίζουν σήμερα διάφοροι. Αν δεν υπήρχαν η στήριξη και η υποστήριξη του Δημήτρη Πουλικάκου, τα πράγματα θα ήταν ακόμη χειρότερα. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν τον άφησαν να παίξει ποτέ στο Ρόδον, που είχε αναδειχτεί σε ναό της ποπ – ροκ μουσικής. Η δικαιολογία (και πάλι) ήταν πως είναι μπλεγμένος με τα σκληρά ναρκωτικά.