Τον Βασίλη τον γνώρισα το 1952 όταν ήμασταν και οι δυο πρωτοετείς φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο Βασίλης Βασιλικός στη Νομική Σχολή κι εγώ στο Φυσικό τμήμα της Φυσικομαθηματικής.
Ήμασταν και οι δυο αριστεροί και ήμασταν στενοχωρημένοι από την έκβαση του Εμφυλίου. Στο μεταξύ εκείνη την εποχή υπήρχε μεγάλη καταπίεση. Υπήρχαν χαφιέδες παντού, παρακολουθούσαν τους πάντες μη τυχόν και είναι αριστεροί ή κάνουν παρέα με αριστερούς.
Όταν βρισκόμασταν οι δυο μας να πιούμε κανέναν καφέ (κυρίως συναντιόμασταν στο πανεπιστήμιο), μιλούσαμε ψιθυριστά κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά μήπως μας παρακολουθεί κανένας.
Μια μέρα του 1953, που ήμασταν μαζί κάπου έξω, μου λέει «πάμε μέχρι το σπίτι μου;». Ήταν κοντά στο πανεπιστήμιο το σπίτι του Βασίλη – έμενε περίπου απέναντι από την Καμάρα, λίγο πιο κάτω από την Εγνατία.
Πήγαμε στο σπίτι του λοιπόν, ήπιαμε έναν καφέ και μου χάρισε το πρώτο βιβλίο του, Η διήγηση του Ιάσονα, που μόλις είχε εκδοθεί, με μια αφιέρωση.
Όταν βρισκόμασταν, λόγω της πολύ έντονης καταπίεσης που βιώναμε –τότε ήταν πρωθυπουργός ο Πλαστήρας– μου έλεγε συχνά: «Πόσο πολύ λυπούμε για τους νέους» που εκείνη την εποχή δεν μπορούσαν να εκφραστούν, που δεν μπορούσαν να μιλήσουν πολιτικά, να μη μπορούν να κάνουν την επανάστασή τους.
Αργότερα λοιπόν, όταν το 1956 έβγαλε το βιβλίο του Θύματα ειρήνης, μου το έδωσε κι εκείνο και μου είπε: «Θυμάσαι που σου έλεγα για την καταπίεση; Ε σε αυτό το βιβλίο θα δεις ότι έγινε η έκρηξη».
Όποιος διαβάσει αυτό το βιβλίο θα καταλάβει τι εννοούσε, γιατί μιλάει για μια ομάδα νέων που κάνουν μια «τρέλα».
Την επόμενη χρονιά, το 1957, όταν οι Σοβιετικοί εκτόξευσαν από το Κοσμοδρόμιο του Μπαϊκονούρ τον πρώτο στην ιστορία τεχνητό δορυφόρο, τον Σπούτνικ, μου λέει ο Βασίλης: «Αυτό που έγινε στη Ρωσία δεν αφορά μόνο εσάς τους φυσικούς, αλλά και μας τους ποιητές, μας ανοίγει ορίζοντες».