Οι ιστορίες, λέει, έρχονται και μας βρίσκουν. Χτυπούν την πόρτα εκείνων που πρόκειται να τις αφηγηθούν. Όλα ξεκίνησαν από ένα πάκο παλιά χειρόγραφα που βρήκα τυχαία στο πατρικό μου στην Πάτρα. Καταχωνιασμένα, έμοιαζαν να κρύβουν κάποια παλιά πληγή. Σύντομα τα χαρτιά με οδήγησαν στην Ελένη. Μια αρχοντοπούλα από ένα χωριό στον Ερύμανθο, το Λειβάρτζι Καλαβρύτων. Ο έρωτάς της με τον Λιμάζ αγά της Μοστενίτσας, λίγο πριν από την Επανάσταση, έγινε τραγούδι γάμου στον Μοριά που διαδόθηκε πολύ, φτάνοντας μέχρι τον μακρινό Πόντο.
Η ιστορία των δυο αλλόθρησκων συναντήθηκε με αρχαία συμβολικά μοτίβα σε πολλές παραλλαγές. Οι περισσότερες καθαγιάζουν τη συνάντηση των δυο «ξένων» κόσμων. Σε πείσμα μάλιστα της μάνας, που, όπως λέγεται, καταράστηκε την Ελένη.
«Άνδρα χρώσταγα, άνδρα πήρα» είπε η κόρη στον Οθωμανό δικαστή, στον οποίο κατέφυγε ο πατέρας, κατηγορώντας τον αγά για αρπαγή. Μια δήλωση αδιανόητη για την εποχή, που διασώζεται μέχρι σήμερα στην τοπική παράδοση με κρυφό καμάρι.
Σκαλίζοντας το παρελθόν, περιμένουν εκπλήξεις. Λίγο μετά τη φυγή της Ελένης με τον Λιμάζη ένας ξάδελφός της, τοπικός οπλαρχηγός στον Μοριά, κατακαίει τον πύργο του αγά στις 16 Μαρτίου 1821. Η έκπληξη δεν αφορά την ενέργεια, αλλά την ταυτότητα του οπλαρχηγού, η οποία γράφει το όνομά μου. Ο παππούς του παππού του πατέρα μου είναι εκείνος που χάλασε την εστία του πολυτραγουδισμένου ειδυλλίου.
Διακόσια χρόνια μετά το βάρος μιας παράδοξης ενοχής φορτώθηκε στις πλάτες ενός ευφάνταστου και ενοχικού μυθοπλάστη. Η αναζήτηση της τύχης των πρωταγωνιστών και η ανάδειξη της ιστορίας τους θα μπορούσαν άραγε να αποτελέσουν κάποιου είδους επανόρθωση;
Η έρευνα σε πηγές και αρχεία απέδωσε μια σειρά σημειώσεις, που έγιναν βιβλίο. Σκόρπια σπαράγματα συγκολλήθηκαν σε μια συνεκτική αφήγηση, βρίσκοντας πρόθυμους συνομιλητές στον χώρο της μελέτης του δημοτικού τραγουδιού, της παράδοσης και της ιστορίας, αλλά και μια φιλόξενη εκδότρια που συμμερίστηκε το ενδιαφέρον της υπόθεσης.