Σεπτέμβρης του 1974. Διορισμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στον νομό Ημαθίας. Τον Ιούλιο είχε πέσει η χούντα, αλλά στον κρατικό μηχανισμό δεν είχε αλλάξει τίποτε. Τα στελέχη της εκπαίδευσης, οι επιθεωρητές, ήταν τα ίδια πρόσωπα. Είχαν επιλεγεί με έναν διαγωνισμό παρωδία και, όπως είχε δηλώσει και ο τότε υφυπουργός Παιδείας Κ. Καλαμπόκας, «δεν θέλουμε σοφούς, αλλά πιστούς…».
Τοποθετήθηκα προσωρινά σε ένα μεγάλο σχολείο. Ένα μικτό εξατάξιο γυμνάσιο με 1.100 μαθητές και μαθήτριες. Η πρώτη μέρα του σχολείου για τα παιδιά ήταν η 1η Οκτωβρίου, με τον αγιασμό και το μοίρασμα των βιβλίων.
Στην πρώτη σελίδα των βιβλίων φιγουράριζε το «πουλί» της χούντας. Ήρθε εντολή πρώτα να σκίζουμε την πρώτη σελίδα και μετά να δίνουμε το βιβλίο στον μαθητή. Σωρός οι σελίδες με τα «πουλιά», χαρά μεγάλη για μας που είχαμε ζήσει τις αγριότητες της χούντας στο πανεπιστήμιο – πιο πολλοί οι μυστικοί της ασφάλειας στους διαδρόμους της σχολής από τους φοιτητές.
Οι νεοσσοί, όπως μας αποκαλούσαν οι αρχαιότεροι συνάδελφοι, δεν επιλέγαμε τάξη ή μάθημα. Παίρναμε ό,τι περίσσευε. Μου δίνουν μια Ε΄ τάξη με 57 μαθητές. Οι τρεις από αυτούς ήταν συνομήλικοί μου. Ο ένας αστυνομικός. Θυμάμαι πως στην πρώτη πορεία για την επέτειο του Πολυτεχνείου ο αστυνομικός μαθητής μου φύλαγε το αμερικανικό προξενείο κι εγώ ήμουν στην πορεία.
Την πρώτη εβδομάδα εμφανίζεται ο επιθεωρητής. Ο φόβος και ο τρόμος σε όλη την περιφέρεια. Μπαίνει στο γραφείο του γυμνασιάρχη, σέρνει τον δείκτη του πάνω στο τραπέζι, κάνει μια γραμμή στη σκόνη και αναφωνεί: «Τι κάνουν οι καθηγήτριες εδώ;». Δεν ακούγεται άχνα. Αργότερα μου είπαν οι οι συνάδελφοι ότι ήταν ήπιος σε σχέση με το παρελθόν.
Ήταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε τάξη, μόλις είχα πάρει πτυχίο. Επιμόρφωση; Άγνωστη λέξη. Αρχές Νοεμβρίου έρχεται ο επιθεωρητής για αξιολόγηση. Εννοείται απροειδοποίητα. Κάθεται στο τελευταίο θρανίο, παρακολουθεί και σημειώνει. Φεύγει μόλις χτυπάει το κουδούνι, χωρίς σχόλια.