Τα παιδικά μου καλοκαίρια, από την ηλικία περίπου των επτά ετών μέχρι τις αρχές της εφηβείας, τα περνούσα στην Αρχαία Πύδνα, όπου η μαμά μου Ευτέρπη Μαρκή έσκαβε την επισκοπή Κίτρους.
Το ανασκαφικό της συνεργείο αποτελούνταν από ντόπιους Μακρυγιαλίτες, οι οποίοι δούλευαν στις ανασκαφές το καλοκαίρι εξασφαλίζοντας μεροκάματα με ένσημο. Κάποιοι ήταν και τακτικοί. Δούλευαν εκεί κάθε χρόνο.
Όπως ο Πέτρος, ο Πάρης –το κανονικό όνομα του οποίου ήταν Ανδρόνικος αλλά όλοι τον φώναζαν Πάρη–, ο «Δίας» –ψηλός και αθλητικός με σγουρά μαλλιά και γένια που έμοιαζε στην όψη με τον Δία του Αρτεμισίου αλλά ήταν αυτό που λέμε αγαθός γίγαντας– και ο μεγαλύτερος απ’ όλους, ο θείον Γιώργον, που είχε ήδη πατήσει τα 60 και τον φώναζαν όλοι θείον, με ν, λόγω της ποντιακής του καταγωγής.
Ο θείον Γιώργον είχε άσπρα μαλλιά και άσπρο μουστάκι. Ερχόταν στην ανασκαφή με ένα κοντό άσπρο τζιν παντελόνι και ένα μεγάλο άσπρο μαντίλι στην τσέπη για να σκουπίζει τον ιδρώτα του. Ανάμεσα στο σκάλισμα των χωμάτων και το πηγαινέλα του καροτσιού, ανέβαινε σε κάποιο τοιχάκι και έπαιζε αποσπάσματα από την Γκόλφω του Σπύρου Περεσιάδη. Πρώτα έκανε τον Τάσο και μετά φορώντας το μαντίλι του στο κεφάλι και παίρνοντας το ανάλογο ύφος έκανε την Γκόλφω. «Αχ, η αγάπη μάνα μου, πεντάκριβη μανούλα, χόρτο δεν είναι για να βγει με τόση ευκολία…».
Ήταν τόσο καλός που όλοι σταματούσαν και τον χάζευαν. Και τον επιβράβευαν με ένα θερμό χειροκρότημα. Εκείνος υποκλινόταν με χάρη.
Μια μέρα η μαμά μου τον ρώτησε αν έχει κάνει ποτέ μαθήματα θεάτρου. «Εμένα, Πέπη μου» έλεγε με περηφάνια, «με δίδαξε ο Τερζόπουλος όταν ακόμη ήταν μαθητής γυμνασίου. Τα καλοκαίρια οργάνωνε παραστάσεις που τις σκηνοθετούσε και πάντα με χρησιμοποιούσε κι ας ήμουν μεγαλύτερός του».