Βλέποντας απλώς τον τίτλο της ταινίας μου Αντίο, Λακάν θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι έχει να κάνει με έναν αποχαιρετισμό. Ωστόσο στα γαλλικά το adieu δεν είναι ο συνηθισμένος τρόπος ενός αποχαιρετισμού. Συνήθως λέμε au revoir. Που υποδηλώνει ότι θα ξαναδούμε το άτομο που χαιρετάμε. Το adieu υποδηλώνει οριστικότητα. Έναν αποχαιρετισμό που είναι τελεσίδικος.
Στην ταινία η αίσθηση της μόνιμης απομάκρυνσης βρίσκεται στο επίκεντρο της ιστορίας και αντανακλάται στη μετανάστευση της οικογένειας της πρωταγωνίστριας Σεριέμα από τον Λίβανο στη Βραζιλία.
Ωστόσο η ίδια η Σεριέμα στην αρχή της ταινίας δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν πρόκειται να σπαταλήσει χρόνο μιλώντας στον ψυχαναλυτή της για τη μετανάστευση της οικογένειάς της. Πιστεύει πως δεν έχει σημασία για τον λόγο για τον οποίο βρίσκεται εκεί.
Σύντομα όμως ανακαλύπτει ότι αυτό δεν ισχύει. Θα πρέπει να συμφιλιωθεί με αυτό το κομμάτι της ιστορίας της. Ιδιαίτερα αν θέλει να ολοκληρώσει την αυτοανάλυσή της με τον διάσημο ψυχαναλυτή της. Ο οποίος δεν είναι άλλος από τον ψυχαναλυτή και ψυχίατρο Ζακ Λακάν. Μια από τις σημαντικότερες διανοητικές μορφές του 20ού αιώνα. Και μόνο τότε θα μπορέσει να του πει «adieu».
Εξαιτίας της πρόσκλησης της Μαρίας Κομνηνού να προβληθεί το Αντίο, Λακάν στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος στην Αθήνα, άρχισα να σκέφτομαι τη σύνδεση μεταξύ του θέματος της ταινίας μου με τη δική μου ιστορία.
H ιστορία της οικογένειας του πατέρα μου, Έλληνες του Πόντου που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1923, ενέχει τη μετανάστευση. Όπως και το τραύμα της προκατάληψης. Προκαταλήψεις που υπέστησαν τόσο στον τόπο από όπου έφυγαν όσο και στον τόπο όπου μετανάστευσαν.
Η οικογένεια της μητέρας μου έχει ρίζες που φτάνουν στην αποικιακή εποχή. Πολιτικά οι γονείς της ήταν οπαδοί του νατιβισμού. Πίστευαν ότι οι νεοαφιχθέντες Νοτιοευρωπαίοι, όπως η οικογένεια του πατέρα μου, αλλοίωναν το αίμα των Βορειοευρωπαίων μέσω της επιμειξίας.