Την εποχή που ο Κωστής Παπαγιώργης άρχισε να γράφει βιβλιοκριτική στο Αθηνόραμα –παράλληλα με τη στήλη «Λαϊκή Απογευματινή»–, ερχόταν κάθε εβδομάδα φέρνοντας το κείμενο και τα βιβλία για φωτογράφιση.
Ήμασταν τότε στα γραφεία της οδού Φθιώτιδος. Η μικρή πολυκατοικία φιλοξενούσε εξ ολοκλήρου τόσο το περιοδικό όσο και τις παράπλευρες δραστηριότητές του. Εκτός από σύνταξη, ατελιέ, λογιστήριο κ.λπ., υπήρχε και αίθουσα γευσιγνωσιών κρασιού.
Ο Κωστής σπανίως ανέβαινε στον όροφό μας. Εκτός κι αν είχε κάτι συγκεκριμένο να συζητήσει με τον διευθυντή, τον Τέλη Σαμαντά, ή τον αρχισυντάκτη, τον Γιάννη Τζανετάκη. Ο πολύς κόσμος του προκαλούσε ένα είδος δυσφορίας.
Πέρα από αυτό, σαφέστατα προτιμούσε να κάθεται στο κουζινάκι του ισογείου. Και να κουβεντιάζει εκεί με τον κυρ Θανάση τον καφετζή, ο οποίος μαγείρευε κιόλας ένα φαγητό την ημέρα.
Τι λέγανε; Ποδόσφαιρο; Πολιτική; Επικαιρότητα; Όλα αυτά μαζί; Άγνωστο. Το σίγουρο είναι ότι τα είχανε βρει απόλυτα μεταξύ τους. Η μικρή αυτή συνδιάλεξη ήταν καθιερωμένη για πολύ καιρό.
Φυσικά ήταν κατανοητό πως ο Κωστής, σε σχέση μ’ εμάς τους κουλτουρογραφιάδες, πιθανότατα είχε περισσότερα να ανταλλάξει με αυτό τον παλιό ναυτικό. Κι ας μην είχε διαβάσει εκείνος ούτε λέξη από το Ίμερος και κλινοπάλη ή το Περί μέθης. Και που αν είχε νεύρα (ή διαμαρτυρόσουν για την αργοπορία του καφέ) άκουγες και κανένα ξώφαλτσο μπινελίκι, είτε λεγόσουν Μπάμπης Ακτσόγλου είτε Γιώργος Χαρωνίτης είτε Νίκος Ξυδάκης.
Όποιος έχει διαβάσει έστω την αρχή από την Κόκκινη αλεπού καταλαβαίνει πόσο οι άνθρωποι οι λεγόμενοι «της πιάτσας» διέθεταν άφθονο το υλικό εκείνο που μετατρέπει την παρατήρηση και τον συγχρωτισμό μαζί τους σε υψηλή σκέψη και απολαυστική γραφή. Αρκεί να είσαι κι εσύ της πιάτσας. Και ο Κωστής Παπαγιώργης, όταν σηκωνόταν από τα γραπτά και τα βιβλία, ήταν απολύτως τέτοιου είδους άνθρωπος.
Εμείς προσπαθούσαμε –όπως το σκέφτομαι τώρα– να τοποθετήσουμε τον πήχη της επαφής μας σε συννεφιασμένα φιλοσοφικο-λογοτεχνικά ύψη.