Τα τελευταία καλοκαίρια συνήθως πηγαίναμε με τον αδελφό μου στη Σύρο για λίγο, για μια εβδομάδα. Ο Μάνος έπαιρνε πολύ λίγα πράγματα μαζί του. Ό,τι βιβλία ήταν να στείλει στις βιβλιοθήκες και στο Ιστορικό Αρχείο του νησιού τα έστελνε από την Αθήνα· είχε στείλει περίπου 45.000 βιβλία.
Έπαιρνε μαζί του μόνο μια βαλιτσούλα. Ένα πουκάμισο άσπρο που το έκλεινε μέχρι πάνω, με δυο τσέπες όπου έβαζε τα τσιγάρα του, την ταυτότητά του και μερικά λεφτά για να πληρώνουμε το εστιατόριο ή κάτι άλλο. Κάποια στιγμή –δεν ξέρω πώς έγινε– εκεί που κάπνιζε ο Μάνος, έπεσε η κάφτρα το τσιγάρου και άνοιξε μια τρύπα αριστερά στην τσέπη και λίγο πιο κάτω μια άλλη.
Οοο! Η ισορροπία του χάλασε. Στενοχωρήθηκε πολύ· ήταν από τα αγαπημένα του πουκάμισα. Και μου λέει πολύ στενοχωρημένος: «Βρε Λιλάκι». Εγώ νόμιζα ότι κάτι μας είχε συμβεί σοβαρό. «Κάνε κάτι». Το κοίταξα, το ξανακοίταξα, το σκέφτηκα, του λέω: «Με αφήνεις να κάνω ό,τι θέλω;». «Ό,τι θέλεις».
Κατεβήκαμε κάτω στην πόλη, κάθισε σε ένα καφενείο. Εγώ πήγα σε ένα δρομάκι σε ένα μαγαζί με κλωστές. Ήθελα να δω τι μπορώ να κάνω. Αλλά έπρεπε να βρω κάτι ώστε εάν έραβα τις τρύπες με κλωστή, να μην έκανα σούρα. Δεν του άρεσαν οι σούρες – έπρεπε πάντα τα πουκάμισά του να είναι ίσια και σιδερωμένα καλά. Πώς να μαζέψω μια τρύπα, πώς να την ενώσω και να μην κάνει σούρα;
Βρήκα ένα γράμμα κεντημένο, το Ε –δεν είχε το Μ–, και το άλλο; Και ξαφνικά σκέφτηκα ότι θα κάλυπτα την τρύπα του πουκαμίσου που ήταν λίγο κάτω από την καρδιά με μια πέτρα κόκκινη. Οοο! Χαρά.
Το φτιάχνω αλλά συγχρόνως ανησυχώ, γιατί πολύ συχνά μου έλεγε: «Παιδί μου, αυτά που κάνεις είναι για το Παρίσι, εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι το ίδιο».