Μάιος 2023 σε ένα βενζινάδικο της Αθήνας. Αργά τη νύχτα. Ο Μοχάμαντ, ένας Πακιστανός εργάτης που εκείνη τη νύχτα κάνει τη βάρδια του, πέφτει θύμα ληστείας από έναν νεαρό επίδοξο ληστή. Του επιτίθεται με μαχαίρι και τον τραυματίζει σοβαρά στο χέρι.
Ο Μοχάμαντ ήρθε στην Ελλάδα πριν από δεκατέσσερα χρόνια ως ανήλικος πρόσφυγας, με έναν αδελφικό φίλο του. Στην αρχή έπλενε τζάμια στους δρόμους της Αθήνας. Η είδηση καταγράφεται στο δελτίο με τα αστυνομικά συμβάντα και περνά στα ψιλά των εφημερίδων.
Η ληστεία όμως στο βενζινάδικο αποκάλυψε κάτι ακόμη. Ο Πακιστανός Μοχάμαντ εργαζόταν όλα αυτά τα χρόνια, από το ξημέρωμα μέχρι τη νύχτα, ως σκλάβος, χωρίς ένσημα. Όταν κινείται αυτεπάγγελτα από τις δημόσιες ελεγκτικές αρχές η διαδικασία σε βάρος των αφεντικών του ή όσων εμφανίζονται ως «αφεντικά», οι ιδιοκτήτες του βενζινάδικου βρίζουν και απειλούν τον Μοχάμαντ ότι θα τον σκοτώσουν. Ότι θα τον απελάσουν. Ότι δεν θα βρει ποτέ ξανά δουλειά στην Ελλάδα. Ο Μοχάμαντ, κάποτε σκλάβος των διακινητών του, από τη Λαχώρη έως την Αθήνα, σήμερα σκλάβος της βούλησης των αφεντικών του.
Όταν ο Μοχάμαντ αφηγήθηκε πρώτη φορά στην κινηματογραφική κάμερα την ιστορία του, υποσυνείδητα άρχισα να σκέφτομαι όλο και πιο πολύ τον πατέρα μου, εργάτη ηλεκτροσυγκολλητή στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη Περάματος. Εκεί που δούλευε και ο θείος του Παύλου Φύσσα, Γιάννης, εκεί που δούλεψε και ο Παύλος, εκεί που δούλεψαν και όλοι οι πατεράδες των παιδικών φίλων μου.
Ο πατέρας μου ήταν αριστερός, συμμετείχε σε όλες τις απεργίες της Ζώνης και αυτό δεν καλάρεσε στα αφεντικά του. Συχνά ερχόταν στο σπίτι μας χωρίς να κάνει μεροκάματο, με το κεφάλι σκυφτό, φορτωμένος την ασήκωτη και ανυπόφερτη σιωπή του.