Two kings, a queen and I. Αυτός θα έπρεπε να ήταν ο τίτλος της ιστορίας που ακολουθεί. Αλλά, φευ, άλλες οι βουλές των αρχισυντακτών.
Πολλοί φίλοι μου όταν τους λέω πως η αγάπη μου για το ποδόσφαιρο συναγωνίζεται επικινδύνως την αγάπη μου για την ποίηση, τη μουσική και ίσως εκείνη για τον έρωτα, με κοιτούν περίεργα. Και όμως, αυτή είναι η καθαρή αλήθεια.
Γιατί το ποδόσφαιρο είναι το πλήρες πακέτο που περιλαμβάνει ποίηση, ρυθμό και εκείνο που λέγεται και «καψούρα». Δεν θα μιλήσω για την ανιδιοτελή μου αγάπη για τον Ολυμπιακό. Σχέση σταθερή από τα τέσσερα πέντε μου χρόνια. Τότε δηλαδή που πρωτοείδα τον «δαφνοστεφανωμένο», το χρώμα κόκκινο γύρω από αυτόν, τον Γιώργο Σιδέρη και την υπόλοιπη θρυλική οικογένεια.
Θα μιλήσω για μια ημέρα κατά την οποία είχα την τύχη να δω σε απόσταση λίγων μέτρων δύο «βασιλιάδες».
Δεν θυμάμαι ημερομηνίες –γενικώς–, αλλά θεωρώ ότι ήταν στα 1972. Εγώ στο προτελευταίο έτος του high school. Καλοκαίρι. Μια μέρα που ο φίλος Ηλίας Οικονομόπουλος (Louis Economopoulos) μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στο Roosevelt Stadium στο Τζέρσεϊ. Θα βλέπαμε τον αγώνα της Σάντος του Πελέ εναντίον της ιταλικής Καταντζάρο. Μόλις δύο χρόνια αφού ο Πελέ και η εθνική Βραζιλίας είχαν κερδίσει το Μουντιάλ του Μεξικού. Ο Ηλίας έγραφε την ποδοσφαιρική στήλη Just for kicks στην εφημερίδα The Star Ledger, με βάση το Νιου Τζέρσεϊ.
Είχε γράψει αρκετά κομμάτια και για την ομάδα Greek Star Soccer Club, της οποίας ήμουν το «ιδρυτικό» αριστερό εξτρέμ. Εκεί έπαιζα για τρεις σεζόν. Στη συνέχεια ο σκάουτερ του Rutgers University μου πρότεινε υποτροφία και τέλος το ποδόσφαιρο. Την υποτροφία βέβαια επέστρεψα μετά τον πρώτο χρόνο. Καθώς στο μεταξύ με κέρδισαν ο Ρεμπό, ο Μποντλέρ και ο Καρυωτάκης, οι έρωτες. Ενώ δεν με άφηνε να ησυχάσω η πιο παλιά απ’ όλες «ερωμένη» μου, η νικοτίνη.