Τέλη της δεκαετίας του ’40 σε μια ορεινή επαρχιακή πόλη της Πελοποννήσου. Ο Σπύρος βίωνε την αρχή της εφηβείας του.
Το μόνο που διατάρασσε τη ρουτίνα της μετακατοχικής καθημερινότητας της πόλης ήταν οι στριγκοί ήχοι των κινητήρων Merlin των Spitfire και των αστεροειδών κινητήρων των Harvard, τα οποία διέσχιζαν συχνά τον ουρανό.
Κάθε φορά που ο Σπύρος αντιλαμβανόταν αμυδρά τον απομακρυσμένο ήχο που πλησίαζε, σήκωνε το βλέμμα ψηλά. Έβαζε το χέρι αντήλιο και προσπαθούσε να εντοπίσει τη σκούρα σιλουέτα στον γαλάζιο ουρανό.
Και ας δάκρυζαν τα μάτια από τον φωτεινό ουρανό και ας σφίγγονταν, συνέχιζε να κοιτά μέχρι που η σκούρα σιλουέτα γινόταν μικρό σημάδι και χανόταν στον ορίζοντα. Μόνο τότε ο Σπύρος κατέβαζε το βλέμμα στον επίγειο κόσμο. Όμως μόνο τα μάτια κατέβαιναν. Γιατί η ψυχή του έμενε ψηλά, στον φωτεινό ουρανό.
Στη μικρή αυλή του σπιτιού τους, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του, τον Νίκο, και υπό το βλέμμα της ακόμη πιο μικρής τους αδελφής, της Ουρανίας, έφτιαχναν πατίνια ξύλινα, από αυτά με τα ρουλεμάν, από αυτά που αναστάτωναν τις γειτονιές και που έκαναν αισθητή την ύπαρξη των «εν χρω κεκαρμένων» παιδιών του πολέμου και των εφήβων με τα γυμνασιακά πηλήκια.
Ο Σπύρος ήταν μάστορας και στους χαρταετούς. Πάντα περίσσευαν ξύλα από τα πατίνια και τους χαρταετούς. Ο Σπύρος τα έπαιρνε, τα έκοβε, τα έτριβε, τα λιμάριζε. Έφτιαχνε με αυτά αεροπλάνα. Τα κάρφωνε σε ένα ξύλο και τα «πετούσε» στον λιγοστό ουρανό της μικρής τους αυλής.
Όμως ο ουρανός αυτός ήταν πολύ στενός για τον Σπύρο. Την 25η Σεπτεμβρίου 1953 ο Σπύρος Καραχάλιος από την Τρίπολη περνά την πύλη της Σχολής Ικάρων, πρωτοετής Ίκαρος της 27ης Σειράς Ικάρων.
Δεν του ανήκει πια μόνο ο στενός ουρανός της μικρής τους αυλής. Πλέον οι ουρανοί είναι δικοί του.