Το τελευταίο δάγκωμα του Μιχαήλ στο χέρι μου ήταν πριν κάνα μήνα. Για κάποιον λόγο ένιωσε αδικημένος από τα λόγια μου. Ξανά. Τα σημάδια του στα χέρια μου είναι σπάνια πια, αραιά, συγκρατημένα. Σαν να σκέφτεται παράλληλα πως αυτό που κάνει με πονάει και κατά βάθος δεν θέλει, αφού ουσιαστικά πονάει αυτός πιο πολύ.
Περάσαμε πολλά χρόνια με πολλά δαγκώματα, με ουρλιαχτά. Επίπονα και για τους δυο, χωρίς να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον. Εγώ γιατί ήμουν θυμωμένη και αυτός γιατί είναι αυτιστικός. Λογικό. Ο καθένας μας, από τη θέση του, δεν μπορούσε να σταθεί δίπλα στον άλλον. Όχι λογικό. Εγώ είμαι η μαμά.
Πριν από δέκα χρόνια, με το χαρτί της διάγνωσης στα χέρια μου, χαμένη, μπερδεμένη, λυπημένη πολύ, μες στην άγνοια, μπήκα σε έναν αγώνα δρόμου που δεν τον ήθελα. Και δεν τον πάλευα. Και έπεφτα και σε τοίχους. Η απόλυτη απογοήτευση.
Σέρνοντας από το χέρι μαζί μου τον Μιχαήλ κάποιες φορές προς τα πάνω, πολλές φορές προς τα κάτω, στον γκρεμό του θυμού, του αδιεξόδου. Αυτός εκεί. Μικρούλης, αδύνατος, σκεπτικός, λιγομίλητος, δίπλα μου. Άντεχε. Με άντεχε.
Εγώ όχι. Να τρέχω αυτόν σε θεραπευτές, να τρέχω εμένα σε ψυχοθεραπευτές. Δεν έκανα δουλίτσα όμως. Δεν γινόταν καλά το παιδί· κατάλαβες; Αργούσαμε…
Έδωσε ο θεός και βρέθηκα σε μια ομάδα ψυχοθεραπείας στην οποία ύστερα από τρία χρόνια συμμετοχής –ως καλλωπιστικό φυτό μέχρι τότε– πήρα επιτέλους μπρος το σπίρτο. Κάπου εκεί λοιπόν, στα τρία χρόνια άρνησης –με θεραπεία τώρα, έτσι;–, έγινε το πρώτο, λυτρωτικό γονάτισμα. Άφησα τον θυμό μου να εκφραστεί.