Τα χρόνια της μεταπολίτευσης όφειλες να είσαι οργανωμένος σε αριστερή οργάνωση. Να κρατάς ταγάρι και να φοράς αμπέχονο, να έχεις μελετήσει το Κεφάλαιο του Μαρξ σαν ευαγγέλιο, να παίζεις το Κυπριακό στα δάχτυλα ακόμη κι αν δεν καταλάβαινες τίποτε. Ανάμεσα στα καθήκοντά μας ήταν και η πώληση εφημερίδων. Σ’ εμένα έπεσε ο κλήρος να πουλάω τους Λαϊκούς Αγώνες, φιλομαοϊκή εφημερίδα. Πόρτα πόρτα τις Κυριακές και έξω από τον κινηματογράφο Στούντιο τις καθημερινές. Στο απέναντι πεζοδρόμιο πούλαγε την εφημερίδα των τροτσκιστών ο Μανώλης Ρασούλης.
Πολιτικά εγώ και ο Ρασούλης ήμασταν σχεδόν εχθροί. Στο περιοδικό Το Αυγό, που βγάζανε τότε με την αείμνηστη Βάσω Αλαγιάννη, είχε γράψει ένα κείμενο με τίτλο Ένας τροτσκιστής και μια μαοϊκιά.
Υπήρχε μια κόντρα μεταξύ μας. Ποιος θα φωνάξει πιο δυνατά και θα προσελκύσει περισσότερο κόσμο ώστε να υπερισχύσει η υποτιθέμενη απόλυτη αλήθεια. Με τον Μανώλη είχαμε την ίδια ημέρα γενέθλια, αλλά σε άλλη δεκαετία. Ήταν πιο μεγάλος και πιο έμπειρος.
Όταν άρχισα να εργάζομαι στην Columbia συναντηθήκαμε ξανά με άλλες ιδιότητες. Ήμουν υπεύθυνη του art department και ο Μανώλης παραγωγός των Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα στον πρώτο τους δίσκο Ζεστά ποτά. Σπουδαία παραγωγή. Είχαμε να πούμε τόσες ιστορίες. Τόσες φιλοσοφικές αναζητήσεις και απορίες, τόση αυτοκριτική για την αριστερή μας αφέλεια.
Ωστόσο διασκεδάζαμε με τη δουλειά μας. Οι παρέες έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στη δημιουργία. Ήταν η χρυσή περίοδος της Columbia. Με ιδέες, όνειρα και αγάπη για τη μουσική.
Το 1986 έφυγα για τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβα την ευθύνη του υποκαταστήματος της δισκογραφικής εταιρείας Λύρα στον βορρά. Και πάλι ανταμώσαμε με τον Μανώλη.
Η Λύρα Θεσσαλονίκης ήταν στην οδό Τσιμισκή 64, στον ομφαλό της πόλης. Ο Μανώλης περνούσε πολύ καιρό τότε στην πόλη. Κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις με χιούμορ, νοσταλγία αλλά και μεγάλη δημιουργική διάθεση.