Ηταν μια χρυσοκαφέ μεγάλη παραλία στη Λέρο. Σαν golden blend για μας που αγαπάμε το νεσκαφέ. Παχιά παχιά άμμος και μέσα της μισοθαμμένοι τρεις πρώην –ή και όχι πρώην– κιθαρίστες, ένας μπασίστας. Αλλά και ο άλλος κιθαρίστας, μπασίστας ήταν…
Οι εντιμότατοι φίλοι μου πίσω στην Αθήνα είχαν τρελό μεράκι να κάνουν ένα ανεξάρτητο rock festival. Πού; Στη Λέρο. Στα παλιά ψυχιατρεία. Βέβαια όπως λέγαμε σε ένα τραγούδι μας: «Υπάρχει πάντα μία Λέρος σε κάθε μέρος». Αλλά πλέον είχε ήδη φτάσει ο Αύγουστος και η Νίσυρος ήταν μέλι.
Ο αλήστου μνήμης Liber είχε που μου τηλεφωνούσε κάθε μέρα και με ρώταγε: «Πόσοι θα ρθείτε στη Λέρο;». Και γω κάθε μέρα ρώταγα τους δικούς μου: «Πόσοι θα ρθείτε;».
Απάντηση καμία. Ώσπου στο τελευταίο τηλεφώνημα του λέω: «Έχεις μηχανάκι;».
– Έχω.
– Έλα στο λιμάνι να μας μετρήσεις όταν έρθουμε.
Δεν ήρθε.
Κουτσαμένος από τα ποδοπάτια, χωρίς σλήπι μπαγκ, την πάλευα μ’ ένα ραβδί ρίζα σαν του Οιδίποδα κι ένα φούξια σεντόνι να σκεπάζομαι και να κάνω τον (πλ)Άγιο…
Το φεστιβάλ ήταν για τα μπάζα. Κάθε μέρα βγαίναν κάτι μπάντες της φωτιάς, μετά μαλώναν και κάθε μέρα άλλαζε ο διοργανωτής. Στο νησί γκρινιάζαν. Οι εντιμότατοι φίλοι μου, σπουδαίοι θεωρητικοί όλοι, έπρεπε να βάλουν πλάτη.
«Κύριοι, την Κυριακή θα είσαστε μπάντα» τους ανακοίνωσα.
Μαζί κι η ταβερνιάρισσα που τρώγαμε και τραγούδαγε καταπληκτικά Ρίτα Σακελλαρίου. Ο ηχολήπτης που είχε κάνει μουσικές του κινητού ν’ ακούγονται Stradivarius και βάλε. Ο πατέρας του ηχολήπτη, ψαράς με βιολί που το ’χε κάνει Ρink Floyd ο γιος. Δύο φανκάδες rythm session που τσιμπήσαμε. Κάτι άλλοι που δεν θυμάμαι… σύνολο 15 άτομα. Είδαμε φως και μπήκαμε. Η καλύτερη σύνθεση των Αέρα Πατέρα χωρίς αέρα πατέρα.