Στο τέλος κάθε προσπάθειας αποτύπωσης σκέψεων, ερευνών ή μυθοπλασίας σε έγγραφη μορφή, η οποία καταλήγει σε βιβλίο, μοιραία συνήθως αναστοχάζεται ο συγγραφέας γιατί έγραψε το συγκεκριμένο βιβλίο ή έκανε τη συγκεκριμένη έρευνα για να προχωρήσει στη συγγραφή του.
Στη δική μου περίπτωση το βιβλίο μου, που εκδόθηκε πρόσφατα, αποτελεί υλοποίηση υποχρέωσης απέναντι στους γονείς μου. Δύο ανθρώπους που δεν κατάφεραν να ολοκληρώσουν ούτε καν τις εγκύκλιες σπουδές των δύο πρώτων βαθμίδων της εκπαίδευσης. Όχι γιατί δεν ήθελαν ή επειδή δεν τους άρεσαν τα γράμματα. Αλλά γιατί η τρομακτική ένδεια τους ανάγκασε από πολύ νωρίς να εγκαταλείψουν το σχολείο για να βιοποριστούν και να επιβιώσουν. Χρειάστηκε να εργαστούν σκληρά και αδιάλειπτα σχεδόν έως τον θάνατό τους.
Μεγάλωσα λοιπόν σε μια οικογένεια εργατών που δεν είχε ιερότερο στόχο και επιλογή άλλη από την επένδυση στη μόρφωση των παιδιών της. Και κατάφερα να είναι η δική μου η πρώτη ύστερα από πολλές γενιές της οικογένειάς μου που πήρε πτυχίο πανεπιστημίου.
Ήμουν έτσι και ένας από τους λίγους συνομήλικους συγγενείς μου που απέφυγε τη χειρωνακτική εργασία. Το γεγονός δικαίωνε, όπως φαίνεται, τις προσπάθειες και τους αγώνες των γονιών μου, αλλά και πολλών άλλων πριν από μένα.
Συνειδητοποίησα από πολύ νωρίς ότι η δική μου αυτή μικρή επιτυχία στον χώρο των εγκύκλιων σπουδών δεν ήταν τίποτε περισσότερο από εύνοια της ιστορικής συγκυρίας. Ήταν αποτέλεσμα εξαργύρωσης επιταγών από τους μεγαλειώδεις και νικηφόρους αγώνες της εργατικής τάξης και του φοιτητικού κινήματος της Ελλάδας της μετεμφυλιακής περιόδου.
Η συνειδητοποίηση αυτή με οδήγησε στην απόφαση να σπουδάσω Ιστορία και να ασχοληθώ με τη μελέτη και τη συγγραφή της. Με έμφαση μάλιστα στον τομέα της ιστορίας της νεοελληνικής εκπαίδευσης. Το αποτέλεσμα είναι η διδακτορική διατριβή που εκπόνησα στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Πάντειου Πανεπιστημίου. Και το βιβλίο που προέκυψε στη συνέχεια από αυτή.