Πέρσι το καλοκαίρι ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη για να παραλάβω το πτυχίο μου από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, κοντοζυγώνοντας και εγώ μια μικρή Ιθάκη. Πέρασα την εβδομάδα καλοτρώγοντας στο χωριό. Και μια μέρα παρακολούθησα μια εκδήλωση αφιερωμένη στα 100 χρόνια από την ίδρυση της Νέας Μηχανιώνας των προσφύγων στον λεγόμενο ελλαδικό χώρο.
Όλα τα τυπικά γνωρίσματα μιας εκδήλωσης οργανωμένης από δημοτικούς φορείς βρίσκονταν εκεί. Χαιρετισμοί, ευχαριστήρια και παιδιά στα αρμόνια. Στην πορεία μια εισήγηση ενισχυμένη με πλούσιο οπτικό και ηχητικό υλικό τράβηξε την προσοχή μου. Ήταν το ’22 όταν η καταστροφή έδειξε τον δρόμο της ξενιτιάς σε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Ο ομιλητής ξεδίπλωνε το ταξίδι ενός ολόκληρου χρόνου μέχρι οι κάτοικοι ενός μικρού χωριού της Προποντίδας να φτάσουν στη νέα πατρίδα τους.
Η πορεία των κατοίκων της περιοχής της Κυζίκου ξεδιπλωνόταν στον ελλαδικό χάρτη. Από περιοχή σε περιοχή. Άλλοι σταματούσαν νωρίς. Άλλοι συνέχιζαν μέχρι να ριζώσουν σε νέο τόπο. Και αν οι Μηχανιώτες στάθμευσαν εν τέλει μεταξύ Σαλονίκης και Χαλκιδικής, δεν ήταν λίγοι από αυτούς που εξαρχής άνοιξαν δρόμο με ωκεάνιες αποστάσεις.
Η εργατομάνα υπερδύναμη είχε ξεκινήσει καρτερικά και επίμονα να χτίζει την παγκόσμια υπεροχή της σε «ευκαιρίες ζωής». Στην οθόνη προβάλλονταν φωτογραφίες των πρώτων προσφύγων στην Αμερική. Στη συνέχεια προβλήθηκαν βίντεο των απογόνων τους να εύχονται χρόνια πολλά στη Νέα Μηχανιώνα. Στη σκέψη μου έσκασε αίφνης εκείνο το στιχάκι του Θανάση Παπακωνσταντίνου: «Ελλάδα σαν αγριόχορτο/ φύτρωσες κι εκεί».
Πόσες χώρες και λαοί, ξενιτεμένοι από τον τόπο τους, φορτωμένοι με τις μνήμες τους, εξακολουθούν να ψάχνουν μια νέα στέγη για να χτίσουν την κοινότητά τους; Θυμήθηκα ότι στο ίδιο χωριό κάποια παιδιά μιλούσαν κατά του φασισμού (που έβρισκε τότε θέση στη Βουλή) ανασύροντας ως επιχείρημα τη μνήμη της ξενιτιάς. Φούντωναν ο φασισμός και το ρατσιστικό μένος κατά των προσφύγων. Αλλά τα παιδιά φώναζαν: «Περπατήσαμε γενιές πριν, τον ίδιο δρόμο της προσφυγιάς».