Κάποτε, σε ένα δρομάκι της Αθήνας, κάπου μεταξύ Γκράβας και Κυψέλης, υπήρχε ένα μικρό συνεργείο για μοτοποδήλατα, μηχανάκια, μοτοσικλέτες. Αδήλωτο. Δίχως ταμπέλα, δίχως ταμειακή μηχανή, δίχως ΑΦΜ. Δεν ήταν μόνο συνεργείο αλλά και στέκι πολλών λαϊκών νέων – πολύ νέων.
Εδώ επισκευές αλλά και αγοραπωλησίες, ανεύρεση εξαρτημάτων, κανιβαλισμός παλιών δικύκλων και δημιουργία ευφάνταστων καινούργιων μηχανών. Εκείνοι οι μηχανόβιοι μιλούσαν για μηχανές, για ποδόσφαιρο, για γκόμενες. Ως εκεί.
Δεν άκουγαν Θεοδωράκη ή Μαρκόπουλο, δεν έβλεπαν ταινίες του Γκοντάρ. Ούτε διάβαζαν Το Βήμα ή Τα Νέα, δεν είχαν διασταυρωθεί με το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Άλλος κόσμος.
Και οι τρεις τοίχοι του συνεργείου ήταν καλυμμένοι από φωτογραφίες-αποκόμματα αθλητικών εφημερίδων και από ιλουστρασιόν φύλλα διαφημιστικών ημερολογίων όπου πόζαραν χυμώδεις καλλονές, pin-up girls σε ελαφρώς προκλητικές πόζες. (Όχι, οι πελάτες-θαμώνες δεν αγόραζαν το αμερικανικό Playboy.)
Το τρίτο Σαββατοκύριακο του Νοέμβρη του ’73 εκείνοι οι τοίχοι μεταμορφώθηκαν. Πάνε τα όμορφα κορίτσια, πάνε οι ένδοξοι άσοι των γηπέδων. Τη θέση τους πήραν εκατοντάδες χαρτάκια με χειρόγραφα συνθήματα από την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Ήταν τα χαρτάκια που έγραφαν μανιωδώς εκατοντάδες έφηβοι, μαθητές και νέοι εργαζόμενοι, παιδιά των νυχτερινών σχολείων, και τα κολλούσαν στα διερχόμενα από την Πατησίων τρόλεϊ και γιωταχί.
Γιατί όλο το προαύλιο του Πολυτεχνείου είχε γίνει ένα απέραντο υπαίθριο scriptorium, όπου εκατοντάδες γραφείς και αντιγραφείς δούλευαν ασταμάτητα γονατισμένοι στο τσιμέντο ή το γρασίδι:
«ΑΠΟΨΕ ΠΕΘΑΙΝΕΙ Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ», «ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ», «ΔΕΝ ΣΕ ΘΕΛΕΙ Ο ΛΑΟΣ, ΠΑΡ’ ΤΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ (ή τον «πίθηκο», εννοώντας τον πρωθυπουργό Σπύρο Μαρκεζίνη, ένας μάλλον ρατσιστικός και όχι φιλοζωικός χαρακτηρισμός) ΚΑΙ ΜΠΡΟΣ», «ΕΞΩ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ».
Συνθήματα γραμμένα με στιλό σε κόλλες από ριγωτά σχολικά τετράδια, συχνά ανορθόγραφα.