Πρέπει να ήταν στα μισά του Ιούλη. Το 2CV του Στράτου είχε χαλάσει. Το νυχτοκάματο κινδύνευε να χαθεί. Η «γύρα» στις ταβέρνες έπρεπε να γίνει με άλλο μέσο. Άλλο μέσο όμως δεν υπήρχε και ο Γιάννης ήταν ζοχαδιακός με τους ταξιτζήδες.
Αποφασίσαμε να πάμε στα Εξάρχεια όπου υπήρχαν πολλές ταβέρνες σε κοντινές αποστάσεις. Με τα όργανα στα χέρια θα το κόβαμε ποδαράτα.
Μιλάμε για το 1978. Τρεις περιπλανώμενοι μουσικοί τριγυρνάμε στις ταβέρνες και στα στέκια της Αθήνας παίζοντας ρεμπέτικα. Σε ένα καπέλο μαζεύουμε την ανταμοιβή μας. Ήταν η καβάντζα των παλιών. Κι ο Βαμβακάρης άμα ξέμενε από δουλειά, με πιατάκι έβγαινε στη γύρα. «Σφουγγάρα» το λέγαν στη ρεμπέτικη αργκό. Αυτό το μουσικό τρίο ήταν ο πυρήνας της Οπισθοδρομικής Κομπανίας. Εμμανουηλίδης, Στρατηγόπουλος, Σφακιανάκης.
Η Αθήνα είχε αδειάσει. Η ζέστη είχε διώξει τους Εξαρχειώτες για δροσερότερα μέρη. Οι ξέσκεπες ταβέρνες με γλάστρες και γιασεμιά είχαν κίνηση. Ήταν Παρασκευή. Πήγαμε στου Μπαρμπαγιάννη που είχε τραπεζάκια έξω. Γεμάτος. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε καρέκλες για να κάτσουμε. Όταν μας έκανε νόημα έπρεπε να φύγουμε.
Ανηφορήσαμε την Τρικούπη. Τα είπαμε σε μια μικρή ταβερνούλα με αυλή στη Μεθώνης και πήραμε τη Μαυρομιχάλη για τη Λεύκα. Οι θαμώνες ήταν οικογένειες και δεν μας σήκωνε για πολύ με τα «ουσιώδη» τραγούδια που λέγαμε. Συνεχίσαμε για τον Πειναλέοντα που ήταν από τα φιλόξενα στέκια μας.
Ένα τετράγωνο πριν φτάσουμε, στα δεξιά, οι κολώνες μιας πολυκατοικίας δημιουργούσαν μια μικρή στοά. Εκεί στο κούφωμα ήταν ανοιχτό ένα σκοτεινό παράθυρο μιας χαμηλοτάβανης κουζίνας. Δίπλα μια μονόφυλλη τζαμόπορτα με ένα αλουμινένιο καγκελάκι.
Ένας ηλικιωμένος καθόταν και κάπνιζε. Είχε στριμώξει το καρεκλάκι του σε αυτό των δύο διαστάσεων μπαλκόνι. Φορούσε ένα αθλητικό λευκό φανελάκι κι ένα σορτς. Ξυπόλητος. Πάνω στην κουπαστή ισορροπούσε μια μπίρα. Έπινε αργά. Χωρίς ποτήρι. Εργατικά. Μας έκανε εντύπωση αυτή η σκοτεινή μοναξιά αλλά δεν είπαμε τίποτε.