Αθήνα, 25/2/2018. Καλώς μας ήρθες, φυσικό αέριο! Χθες τηλεφώνησε η μαμά μου τόσο χαρούμενη που μου ήταν αδύνατο να μην εκπλαγώ, αφού εδώ και ένα χρόνο ζει μέσα στην κατάθλιψη. Αιτία της χαράς, αυτής της απρόσμενης χαράς της, ήταν το φυσικό αέριο…
Και εξηγώ. Το πατρικό μου είναι ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι, σε μια από αυτές τις πολυκατοικίες που αντικατέστησαν σε χρόνο dt τα χαμηλά προσφυγικά της περιοχής. Εκείνα με τις αυλές, τα γεράνια και τους χωμάτινους δρόμους, στον Βύρωνα και στην Καισαριανή.
Ήδη από τα πρώτα κιόλας χρόνια της κρίσης είχε ξεμείνει από θέρμανση. Κανείς δεν πλήρωνε ούτε για πετρέλαιο ούτε για φυσικό αέριο. Πολλά διαμερίσματα είναι ακατοίκητα κι άλλα με ενοικιαστές που πάνε κι έρχονται, αφήνοντας απλήρωτα κοινόχρηστα. Ο καθένας βολεύτηκε όπως μπορούσε, με κλιματιστικά, σόμπες ή αερόθερμα.
Η πολυκατοικία τους χειμώνες, και τους δύσκολους κυρίως μήνες, ήταν μια παγωμένη πολιτεία, που άκουγες σχεδόν το κρύο μόλις άνοιγες την πόρτα της εισόδου. Η προσδοκία ότι, τουλάχιστον μέσα στο διαμέρισμα, η παγωνιά δεν θα σ’ έγδερνε τόσο, αποδεικνυόταν μάταιη. Τα διαμερίσματα είναι και ανήλιαγα γιατί οι δρόμοι είναι τόσο στενοί που για να αγγίξει μια αχτίδα ήλιου τους μουχλιασμένους πια τοίχους, κλείνεις ραντεβού μαζί του μπας και προλάβεις το γρήγορο πέρασμά του.
Δεν είναι ότι εγώ κρυώνω πολύ –συμβαίνει κι αυτό– είναι που στ’ αλήθεια το σπίτι γινόταν ανυπόφορο. Τα πρωινά η μύτη έξω από το πάπλωμα ήταν κόκκινη και κρύα, έτοιμη να πέσει, έσταζε νυχτερινό αγιάζι. Και όχι μόνο αυτό.
Παραπάνω από τη μισή Ελλάδα έχει ζήσει αυτούς τους κρυστάλλινους μνημονιακούς χειμώνες μέσα σε παρόμοιες συνθήκες. Βίωσε στο πετσί της την οικονομία στη θέρμανση, που πολλές φορές ήταν και απουσία ολοκληρωτική.
Και ξαφνικά οι στρόφιγγες άνοιξαν. Κι εδώ και λίγες μέρες μια ζεστή αποχαύνωση έφθασε μέχρι και τον τελευταίο όροφο. Ζεστάθηκαν κρεβάτια, κουζίνες, σαλονάκια.