Δεν γνώριζα καν το όνομά του. Ένας υπάλληλος μικρού ταχυδρομείου στην επαρχία. Είχε περίεργη φάτσα, πλακουτσή, λες και τον έβαζαν μωρό να κοιμάται μπρούμυτα. Παραμιλούσε με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Σαν να καθησύχαζε μόνος του τον εαυτό του.
«Δεν, όχι, όχι, όχι, δεν είναι τίποτε. Έλα, καημένε, τώρα, δεν, δεν έχει…».
Τον ρωτούσα αν έχω γράμματα και απαντούσε πάντοτε αρνητικά. «Όχι, όχι, δεν έχει τίποτε. Τίποτε. Να, κοίτα και μόνη σου». Κοιτούσα λοιπόν στα ραφάκια με την αλληλογραφία και συνήθως έβρισκα λογαριασμούς τηλεφωνικούς ή του ρεύματος ληγμένους. Και εκνευριζόμουν πολύ και τον μάλωνα για την αδιαφορία του. Να κάνει σωστά τη δουλειά του, παρακαλώ, του έλεγα, και άλλα τέτοια.
Αυτός όμως την επόμενη φορά πάλι τα ίδια. «Δεν έχει τίποτε, δεν, δεν… Να, κοίτα».
Είχα συνηθίσει πλέον να βρίσκω μόνη μου τα γράμματά μου στα ραφάκια, να τον μαλώνω, αυτός να δικαιολογείται παιδιάστικα. «Να, να, το πρωί ήρθε. Δεν είναι τίποτε. Θα το έπαιρνες, μωρέ, την άλλη, την άλλη φορά».
Μέχρι που μια μέρα του είπα: «Κοίτα, σου αφήνω εδώ το τηλέφωνό μου. Όταν έχω ταχυδρομείο να με ειδοποιήσεις, γιατί μένω στο διπλανό χωριό και δεν κατεβαίνω κάθε μέρα εδώ. Εντάξει;».
«Εντάξει, μωρέ. Να, βάλ’ το εκεί πέρα. Δεν, δεν τρέχει τίποτε».
Ένα πρωί πριν από λίγο καιρό χτύπησε το τηλέφωνο. Άκουσα τη φωνή του ταχυδρομικού υπαλλήλου. «Έλα να το πάρεις. Έχεις δεματάκι»! Μπράβο σκέφτηκα και τον επαίνεσα όταν πήγα στο ταχυδρομείο.
Τις επόμενες ημέρες δεν τον έβλεπα. Ούτε και τις μεθεπόμενες. Μήπως τον έδιωξαν σκέφτηκα και ρώτησα τον νέο υπάλληλο αν έχω γράμμα.
«Όχι, δεν έχεις» μου απάντησε, «αλλά κοίτα και μόνη σου αν θες». Πήρα τη στοίβα με την αλληλογραφία και ψάχνοντας για το όνομά μου ρώτησα τον καινούργιο πού είναι ο συνάδελφός του.