Μεγάλωσα σε μια γειτονιά όπου υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει ένα μεγάλο μνημείο. Άλλοι το έλεγαν το «μνημείο των Ασωμάτων», άλλοι η «δύναμη του Θεού», άλλοι Άγιο Γεώργιο. Οι περισσότεροι πάντως το λέγανε Ροτόντα, όπως το λένε και τώρα, από το κυκλικό σχήμα του.
Για πολλά χρόνια σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσής μου περνούσα μπροστά της αδιάφορη. Στη νωχελική μου επιστροφή έριχνα ματιές στον κήπο όπου βρίσκεται μια πολυγωνική κρήνη, με στέγαστρο που στηρίζεται σε έξι κίονες και το σκεπάζει κίτρινο γιασεμί πολλών χρόνων. Στον κήπο με τα πολύχρωμα τριαντάφυλλα και τα ψηλά κυπαρίσσια που προσπαθούσαν να ξεπεράσουν σε ύψος τον μιναρέ της.
Δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ να περάσω την είσοδό της για να μπω μέσα. Όπως δεν το είχαν κάνει και πολλοί άλλοι Θεσσαλονικείς. Ήταν όμως γραφτό να με κερδίσει και να τη λατρέψω. Αλλά και να εργαστώ εκεί ως τεχνικός συντήρησης αρχαιοτήτων, στα λείψανα των ωραιότερων ψηφιδωτών της, στα παλαιότερα ψηφιδωτά τοίχου της Ανατολής, έργα εργαστηρίου της Θεσσαλονίκης που δεν υπολείπονται σε καλλιτεχνική τεχνική από τα αντίστοιχα της Κωνσταντινούπολης.
Μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1978 μηχανικοί, τοπογράφοι, αρχιτέκτονες, τεχνίτες, ειδικοί τεχνίτες, εργάτες και συντηρητές έργων τέχνης κληθήκαμε να εργαστούμε για την αναστήλωση του μνημείου. Με συντονίστρια την αείμνηστη Ευτυχία Κουρκουτίδου-Νικολαΐδου, διευθύντρια της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, βρεθήκαμε να εργαζόμαστε στη Ροτόντα, ο καθένας στην ειδικότητά του.
Τι να θυμηθώ πρώτα από όλους εκείνους τους συνεργάτες, εγώ η μόνη γυναίκα ανάμεσά τους… Άλλοι ευγενικοί, άλλοι αναιδείς και άλλοι πρόθυμοι να με βοηθήσουν σε ένα εργοτάξιο με πρωτόγονα μέσα εργασίας. Το μνημείο με τους τοίχους των επτά μέτρων μήκους ήταν φιλικό στις εξερευνήσεις μου για να μάθω τα μυστικά του.
Τον Οκτώβριο του 1989 σε αυτό το αγαπημένο μνημείο βρέθηκα σε πολύ δύσκολη θέση. Ο Παναγιώτης, ο κηπουρός που εκτελούσε εκτάκτως χρέη φύλακα, με κλείδωσε μες στη Ροτόντα.