Ηταν το 1981 ή το 1982 όταν γνώρισα τον φίλο μου τον Μάρκο Κουτούκη. Έπαιζε μπουζούκι και ήταν η εποχή που είχε αναβιώσει το ρεμπέτικο με τις κομπανίες: Ρεμπέτικη, Αθηναϊκή, Οπισθοδρομική κ.λπ. Οπότε έψαχνε κι αυτός να βρει παρέα για να παίξει το συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Ένας κιθαρίστας ήταν αυτός που χρειαζόταν για να συμπληρωθεί το σχήμα.
Αρχίσαμε να παίζουμε, να μαθαίνω κι εγώ τα τραγούδια, κάναμε παρέες, γλέντια. Όλα καλά αλλά έπρεπε να βγάλουμε και κανένα φράγκο για να αγοράζουμε τις χορδές μας, τις πένες μας.
Δύσκολες εποχές και για κείνον και για μένα –αυτό είναι long story βέβαια–, οπότε άρχισε το ψάξιμο για κανένα ταβερνάκι ή κάποιον χώρο τέλος πάντων όπου θα μπορούσαμε να παίζουμε τα κομμάτια που είχαμε ετοιμάσει.
Βρέθηκε λοιπόν ένα ταβερνοεστιατόριο που έψαχνε ένα μικρό φτηνό σχήμα. Εκεί γινόταν και κάνα γλέντι, του τύπου αρραβώνας, γάμος, βάφτιση. Μας προσέλαβε. Μάλιστα μας έβαλε να αγοράσουμε τα ρούχα για τη δουλειά. Μπουζουξής και κιθαρίστας πήραμε μπλε πουκάμισο – έμοιαζε με τζιν ώστε να μπορούμε να το φοράμε και εκτός δουλειάς· το παντελόνι ούτε που το θυμάμαι.
Αρχίσαμε τη δουλειά. Σαββατόβραδο οι αρραβώνες και οι γάμοι, Κυριακή μεσημέρι βαφτίσια. Προσπαθούσαμε να τα βγάλουμε πέρα αλλά ούτε την εμπειρία είχαμε ούτε τη γνώση σε ρεπερτόριο. Και δώσ’ του τα «Μικρός αρραβωνιάστηκα», τα «Χατζηκυριάκεια», κάνα καλαματιανό, κάνα παλιό λαϊκό.