Η τέχνη ήταν πάντα πεδίο έκφρασης, αμφισβήτησης και πολιτισμικής εξέλιξης. Όμως υπήρξαν εποχές κατά τις οποίες η ελευθερία της καλλιτεχνικής δημιουργίας τέθηκε στο στόχαστρο ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν η έκθεση Entartete Kunst (εκφυλισμένη τέχνη). Διοργανώθηκε από το ναζιστικό καθεστώς το 1937 στο Μόναχο. Η έκθεση αυτή δεν είχε σκοπό να προωθήσει την τέχνη, αλλά να την καταδικάσει. Οι ναζί χρησιμοποίησαν την έκθεση για να δυσφημίσουν τη μοντέρνα τέχνη και να επιβάλουν τη δική τους αισθητική και ιδεολογία.
Οι ναζί καθόρισαν αυστηρά ποια μορφή τέχνης ήταν αποδεκτή και ποια θεωρούνταν εκφυλισμένη. Ο όρος Entartete Kunst χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τα μοντέρνα καλλιτεχνικά ρεύματα, όπως ο εξπρεσιονισμός, ο κυβισμός, ο ντανταϊσμός και ο σουρεαλισμός. Οι καλλιτέχνες που εκπροσωπούσαν αυτές τις τάσεις χαρακτηρίστηκαν «εχθροί του Ράιχ». Το έργο τους θεωρήθηκε προϊόν ψυχικής διαταραχής, ηθικής διαφθοράς ή –ακόμη χειρότερα– εβραϊκής συνωμοσίας.
Στις 19 Ιουλίου 1937 στο Institut für Archäologie στο Μόναχο εγκαινιάστηκε η έκθεση. Τα έργα προέρχονταν από κατασχεμένες συλλογές γερμανικών μουσείων. Πολλοί από τους καλλιτέχνες είχαν ήδη διωχτεί ή αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Η έκθεση περιλάμβανε πάνω από 650 έργα από 112 καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων οι Pablo Picasso, Wassily Kandinsky, Paul Klee, Otto Dix, Max Ernst και Emil Nolde.
Τα εκθέματα είχαν τοποθετηθεί άναρχα και στριμωγμένα, για να προκαλούν αποστροφή. Στους τοίχους υπήρχαν προπαγανδιστικά συνθήματα όπως «Η τρέλα γίνεται μέθοδος» ή «Οι Εβραίοι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτή την τέχνη». Πίνακες συνοδεύονταν από σχόλια που συνέδεαν την τέχνη με ψυχικές διαταραχές και κοινωνική παρακμή.
Η παρουσίαση ήταν σχεδιασμένη ώστε ο θεατής να βλέπει τα έργα όχι ως πολιτιστικά δημιουργήματα, αλλά ως παραδείγματα εκφυλισμού και διαστροφής.
Η έκθεση προσέλκυσε πάνω από δύο εκατομμύρια επισκέπτες. Παρά την προπαγανδιστική της φύση, πολλοί επισκέπτες ενδιαφέρθηκαν ειλικρινά για τα έργα, γεγονός που αποδεικνύει ότι η ναζιστική αισθητική δεν ήταν καθολικά αποδεκτή.