Kάναμε με τον Θοδωρή το μεταπτυχιακό μας στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’90. Τα οικονομικά μας ήταν στριμωγμένα και οι απαιτήσεις του Λονδίνου και του πανεπιστημίου υψηλότατες. Η λίρα ανέβαινε δραματικά έναντι της δραχμής. Εξανεμιζόταν οτιδήποτε λαμβάναμε από την Ελλάδα και αναζητούσαμε δουλειά για να συμπληρώσουμε το εισόδημά μας.
Ο κύκλος των Κύπριων φίλων, που σε πολλά μας είχε βοηθήσει, μας πρότεινε τα σχολεία μητρικής γλώσσας της κοινότητας. Λειτουργούσαν τα πρωινά του Σαββάτου και ήταν χωρισμένα σε δύο ιδιοκτησιακές – διοικητικές ομάδες. Αυτά της εκκλησίας και αυτά του ΑΚΕΛ, του Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζόμενου Λαού.
Αρχικά απευθυνθήκαμε στα της εκκλησίας αφού για εκεί είχαμε συστάσεις. Πράγματι θέλησαν αμέσως να μας προσλάβουν. Προαπαιτούσαν όμως να παρακολουθούμε την κυριακάτικη λειτουργία και να συμμετέχουμε στις συναντήσεις που ακολουθούσαν. Οπότε δεν αποδεχτήκαμε τη θέση.
Εν συνεχεία βρέθηκε άκρη στα σχολεία του ΑΚΕΛ. Κι εκεί προσληφθήκαμε αμέσως. Εμένα που ήμουν φιλόλογος μου ανέθεσαν την Α΄ δημοτικού. Στον Θοδωρή που ήταν πληροφορικός του ανέθεσαν τη Δ΄ δημοτικού.
Παρότι η επιλογή αυτή μου φάνηκε παράξενη με κριτήριο τις απαιτούμενες για κάθε τάξη γνώσεις, δεν έδωσα τόση σημασία, αφού εντέλει θεώρησα λογικό μια νέα κοπέλα να αναλάβει τα μικρά της Α΄ δημοτικού. Τα οποία ομολογουμένως με αγάπησαν σφόδρα, ιδίως η Άντρια, ένα μελαχρινό κορίτσι, που ήταν αδύνατο να ξεκολλήσει από πάνω μου. Κάθε Σάββατο μεσημέρι δίνονταν μάχες για να πάει στη μαμά της.
Από εκείνη την τάξη θυμάμαι έντονα, όπως είναι φυσικό, την Άντρια, αλλά και τον Τάσο, ένα λεπτοκαμωμένο αγόρι που σε κάθε ερώτησή μου σήκωνε χέρι φωνάζοντας «Miss, Miss», διεκδικώντας την απάντηση, την οποία ωστόσο ποτέ δεν έδωσε, αφού το σηκωμένο χέρι, μόλις του έδινα τον λόγο, κατέβαινε στο κεφάλι του συνοδευόμενο αυτήν τη φορά από ένα «forgot».