Τη λέγαμε «η πλατεία με τον μεγάλο πλάτανο». Δεν ξέρω γιατί. Έτσι την έλεγε η μαμά μου όταν ήμουν μικρή. Και πράγματι είχε έναν μεγάλο πλάτανο κοντά στο Οκτάγωνο. Μας άρεσε πολύ να πηγαίνουμε βόλτα εκεί.
Η μαμά μου, διασχίζοντας τη Δημητρίου Γούναρη, μου έλεγε ιστορίες για τον καίσαρα Γαλέριο, το τεράστιο παλάτι του, τα ερείπια του οποίου βλέπαμε με προσοχή, την Καμάρα και τη Ροτόντα. Αλλά και πώς πρωτοδούλεψε στην ανασκαφή του Οκταγώνου ως έκτακτη αρχαιολόγος και αποκάλυψαν το πρόπυλο.
Μου έλεγε όμως και για τη σφαγή του Ιπποδρόμου στα χρόνια του Θεοδοσίου. Και πώς στη συνέχεια ο Ιππόδρομος εγκαταλείφτηκε. Ε βέβαια. Ποιος θα ήθελε να ξαναπατήσει το πόδι του εκεί ύστερα από τέτοιο κακό. Αλλά και για την πολυκατοικία που έπεσε, λίγο πιο πάνω από την πλατεία Ναυαρίνου, στον μεγάλο σεισμό του 1978 μου έλεγε, όπου έμενε ο φίλος μας ο Κωστάκης Μπέσιος με τη μαμά και τον αδελφό του. Και γλύτωσαν γιατί ήταν έξω για παγωτό.
Μου άρεζε και το σιντριβάνι με το γυμνό χάλκινο αγοράκι που κατουρούσε με τα χέρια στη μέση. Όταν στο πανεπιστήμιο, στο μάθημα για την ιστορία της νεοελληνικής τέχνης, είδα το γλυπτό αυτό του Νικόλα Παυλόπουλου παραξενεύτηκα. Όχι γιατί δεν του άξιζε μια θέση στα εγχειρίδια της Ιστορίας της Τέχνης, αλλά γιατί μου ήταν τόσο οικείο. Δεν το είχα δει ποτέ μου έως τότε σαν έργο τέχνης παρά σαν ένα παιδάκι που έπαιζε και αυτό, όπως κι εγώ, στην πλατεία.
Αργότερα, στα φοιτητικά μας χρόνια, η πλατεία Ναυαρίνου έγινε αγαπημένο στέκι. Μια κατεβασιά από το πανεπιστήμιο, γεμάτη με μαγαζιά για γρήγορο φαγητό στο χέρι, από κρέπες μέχρι πίτσες και μακαρόνια, σαλάτες και χυμούς, ως μικρά ταβερνάκια και νεανικά καφέ. Αλλά και βιβλιοπωλεία και μαγαζάκια κάθε είδους, απ’ όπου παίρναμε δώρα για τους φίλους μας.