Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου είχα δυο κουσούρια. Πρώτον αναρωτιόμουν συνέχεια «γιατί» και δεύτερον είχα μια μπάλα συνεχώς στην αγκαλιά μου. Λάτρευα το ποδόσφαιρο. Αυτή την έκρηξη των συναισθημάτων, που από τη μια είσαι ο Σταύρος και από την άλλη είσαι ο «σκόρερ», αυτός που έδωσε τη νίκη στην ομάδα του.
Λάτρευα αυτή την αίσθηση του ανήκειν, το δικαίωμα που σου έδινε το άθλημα να αγγίξεις, ακόμη και να σπρώξεις, τον αντίπαλο. Το γεγονός πως ήταν δύσκολο και πάντοτε υπήρχαν κάποιοι καλύτεροι από σένα. Αλλά κυρίως το γεγονός πως όλοι ήταν σημαντικοί, είχες έναν ρόλο.
Δεν ήσουν καλός τεχνικά; Μάθαινες άμυνα και έδιωχνες την μπάλα. Ήσουν αργός; Μάθαινες να σουτάρεις. Ήσουν ογκώδης; Έμπαινες τέρμα.
Κάποια στιγμή, σε ένα διάλειμμα του σχολείου, οι συμμαθητές μου τσακώθηκαν γιατί δεν βρισκόταν ένας τρόπος για τις αλλαγές. Κάθε μέρα και σε κάθε διάλειμμα παίζαμε αντίπαλοι με το άλλο τμήμα και το κίνητρο της νίκης ήταν τεράστιο. Τους είπα: «Δεν θα παίζω και θα είμαι ο προπονητής. Σύμφωνοι;». Και συμφώνησαν. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να δω πόσο όμορφη ήταν η εμπειρία να είσαι ο προπονητής.
Ο καιρός κύλησε. Πάει το δημοτικό. Ήρθε το γυμνάσιο στο οποίο δεν επιτρεπόταν η μπάλα στα διαλείμματα. Και στη συνέχεια το λύκειο και η τεμπελιά του φοιτητή που δεν του αρέσει η σχολή του. Έπρεπε να πάρω το πτυχίο μου, να δουλέψω ή να χωρίσω. Όλα αυτά με έκαναν να αφήσω τα όνειρά μου στο ντουλάπι.
Μέχρι που ήρθαν ορισμένες συγκυρίες την κατάλληλη στιγμή, λες και το ’χανε από κοινού αποφασίσει, με συνέπεια να γίνουν τόσο πολλές ανατροπές στην καθημερινότητά μου που τα μυαλά μου γύρισαν.
Αποφάσισα λοιπόν να πάω καταπάνω στα θέλω μου και ό,τι γίνει ας γίνει. Παράτησα τις μέχρι τότε ασχολίες μου και ξεκίνησα να γράφω, να μαθαίνω μουσική, να παρακολουθώ σεμινάρια και σχολές συμβουλευτικής.