Με τον Άκη Δήμου έχουμε συνεργαστεί σε πολλές παραστάσεις. Αυτές πάντα αφορμούσαν από μια συγκεκριμένη ιδέα. Ωστόσο με το έργο Μάθε με να φεύγω τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Kαι αυτό είναι το ενδιαφέρον. Έπρεπε να ανεβάσω ένα νέο έργο, αλλά οι προθεσμίες πίεζαν.
Μου λέει λοιπόν ο Άκης: «Θυμάμαι πριν από δέκα χρόνια ότι είχα γράψει ένα θεατρικό που δεν άρεσε σε κανέναν από αυτούς που το διάβασαν. Θες να το δεις;». Έτσι μου έδωσε το Μάθε με να φεύγω. Το βρήκα πολύ ενδιαφέρον. Ήταν η πρώτη φορά που δουλέψαμε πάνω σε ένα ήδη έτοιμο κείμενο.
Το έργο είναι ιδιαίτερο ως προς τη φόρμα του. Πρόκειται για ένα σύγχρονο κείμενο που συνδυάζει επιρροές από τον Σάμιουελ Μπέκετ και τον Τενεσί Ουίλιαμς, αλλά και από το μπουλβάρ και τα λαϊκά αναγνώσματα του περιπτέρου, όπως το Ρομάντσο.
Το κυρίαρχο θέμα του είναι πώς φεύγεις από κάτι. Είτε πρόκειται για μια σχέση είτε για μια συνθήκη ζωής. Αν και είναι κάτι απολύτως αναγκαίο, είναι ταυτόχρονα πολύ τρομακτικό. Φαίνεται δύσκολο γιατί πιστεύουμε ότι θα χάσουμε μια ασφάλεια. Κάποιοι καταφέρνουν να φύγουν, ενώ άλλοι μένουν προσκολλημένοι για πάντα.
Όλοι μας έχουμε ζήσει αυτή την εμπειρία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Πίσω από το έργο κρύβεται η μυθική επιστροφή του Οδυσσέα στην Πηνελόπη. Σε έναν άνθρωπο που περιμένει και δεν φεύγει ζητώντας να μάθει πώς να αποδεσμευτεί.
Κατά την προετοιμασία της παράστασης περάσαμε μια υπέροχη περίοδο. Μεγαλώνοντας, θέλω η πρόβα να είναι μια χαρούμενη διαδικασία, κάτι που είναι αδιαπραγμάτευτο για μένα. Και αυτό δεν το εννοώ ελαφρά και ροζ. Υπήρξε πολύ σκοτάδι στο θέατρο και θέλω να κρατάω ένα παράθυρο ανοιχτό, να μπορώ να κοιτώ προς το φως. Δεν επιθυμώ το σκοτάδι ως αυτοσκοπό. Το θέατρο για μένα είναι η συνάντηση με τον άλλον. Η επικοινωνία και η ανταλλαγή συναισθημάτων.