Ο πρόσφατος θάνατος του γιατρού (και τόσα άλλα), αλλά πάνω και πρώτα απ’ όλα υπέροχου ανθρώπου Γιώργου Γρηγοριάδη με λύπησε πολύ.
Θυμήθηκα πως είχαμε την τύχη να τον είχε γνωρίσει η οικογένειά μου. Ήταν το μακρινό, αλλά από πολλές απόψεις χθεσινό (για μας που το ζήσαμε) 1973. Μάρτης. Τα λεγόμενα «γεγονότα της Νομικής». Κατάληψη από τους φοιτητές της Νομικής και της Φιλοσοφικής του κτιρίου της Σόλωνος. Επέμβαση της Αστυνομίας με σκάλες της πυροσβεστικής στον πάνω όροφο. Τσαλαπάτημα στις σκάλες, χτυπήματα με κλομπ, κλωτσιές, λιποθυμίες, συλλήψεις, μέχρι να εκκενωθεί το κτίριο. Κάπως στραπατσαρισμένη κατάφερα να επιστρέψω αρκετά αργότερα στο σπίτι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ο αδελφός μου, πρωτοετής της Νομικής, δεν είχε έρθει ακόμη. Έφθασε αργότερα, άσχημα χτυπημένος στο πρόσωπο και σε όλο του το σώμα από τις μπότες εσατζήδων. Είχε λιποθυμήσει από τα χτυπήματα και το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν ένα «πάρτε τον από δω μη μας μείνει στα χέρια», από αστυνομικούς ή εσατζήδες. Όταν συνήλθε είδε ότι τον είχαν μεταφέρει στο ιατρείο μιας παιδιάτρου, εκεί κοντά στη Σόλωνος. Σε άσχημη κατάσταση, ιδιαίτερα το στόμα και η γλώσσα του. Σχεδόν αδύνατο να μιλήσει. Παιδάκια τρόμαξαν για τα καλά όταν τον είδαν.
Οι γονείς μου κι εγώ φοβηθήκαμε σοβαρά για την πιθανότητα μόλυνσης. Καλέσαμε τον οικογενειακό μας γιατρό και γείτονα, ο οποίος μόλις τον είδε τόσο χάλια στο κρεβάτι πρησμένο και μελανό, ρώτησε: «Ήσουν κι εσύ εκεί μ’ αυτούς;». Ο αδελφός μου μουρμούρισε «ναι», όσο μπόρεσε να μιλήσει. Σίγουρα αισθανόταν πολύ υπερήφανος παρά τους πόνους.
Ο γιατρός μόλις το άκουσε αρνήθηκε να τον εξετάσει. Έφυγε τρέχοντας, ξεχνώντας όρκο και δεοντολογία. Η οικογένεια ήταν σε πολύ δύσκολη θέση. Ήταν πλέον σαφές ότι οποιοσδήποτε γιατρός θα μπορούσε όχι μόνο να αρνηθεί να τον βοηθήσει, αλλά και να τον καταδώσει για να συλληφθεί.