Η μεγαλύτερη δυσκολία στο γύρισμα ενός ντοκιμαντέρ είναι να κατορθώσεις να δημιουργήσεις μια σχέση εμπιστοσύνης. Τη σχέση μεταξύ εσένα (του κινηματογραφιστή) και του κινηματογραφούμενου προσώπου. Αυτή η σχέση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να προκύψει κάτι ουσιαστικό για την ταινία· η αλήθεια και η ειλικρίνεια.
Ευτυχώς, στα γυρίσματα των Τερμάτων του Αυγούστου ήμουν τυχερός. Δεν είχα να αντιμετωπίσω αυτήν τη δυσκολία. Το Αρματολικό είναι το χωριό που γεννήθηκα. Όλους τους γνώριζα, όλοι με γνώριζαν και με αρκετούς μάλιστα είχαμε μια μορφή συγγένειας, μακρινή ή κοντινή. Έχοντας αυτό κατά νου, αποφάσισα να ξεκινήσω τα γυρίσματα μόνος μου. Δυο εβδομάδες νωρίτερα από τον ερχομό του διευθυντή φωτογραφίας Γιώργου Φλέγγα. Ώστε να εξοικειωθούν οι συγχωριανοί μου με το γύρισμα και κατόπιν να αποδεχτούν πιο ομαλά ένα καινούργιο πρόσωπο.
Αντιμετώπιζα όμως ένα διαφορετικού είδους πρόβλημα. Πώς να ενημερώσω όλους τους κατοίκους όταν, περιδιαβαίνοντας το χωριό, εμφανιστώ ξαφνικά μπροστά τους με μια κάμερα σε λειτουργία να μην αποσπαστούν από αυτό που κάνουν; Να μην την κοιτάξουν, να μη μου μιλήσουν. Και κυρίως να συνεχίζουν τη δουλειά τους σαν να μην συμβαίνει τίποτε, σαν να μην υπάρχω.
Αυτό τον προβληματισμό μου μοιράστηκα ένα πρωινό στο καφενείο του χωριού με τον φίλο Δημήτρη Τεντολούρη, πρόεδρο του Μορφωτικού και Εκπολιτιστικού Συλλόγου Απανταχού Αρματολικιωτών και έναν από τους χαρακτήρες του ντοκιμαντέρ.
Ξεκινώντας την άλλη μέρα τα γυρίσματα μου έκανε κατάπληξη ότι παιδιά, νέοι και γέροι, κανένας, μα κανένας, δεν μου έδιναν σημασία καθώς τους κινηματογραφούσα ούτε αποσπούνταν από αυτό που έκαναν. Ήταν σαν να μην υπήρχα!
Κατάλαβα ότι μέσα σε διάστημα λιγότερο από μια ημέρα, στόμα με στόμα, είχε κυκλοφορήσει στο χωριό ο προβληματισμός που είχα συζητήσει με τον Δημήτρη την προηγούμενη μέρα στο καφενείο.