Κάποια πράγματα τα συναντά κανείς αν ξεκουραστεί. Κάποια άλλα αν εξουθενωθεί. Αν το σώμα δηλαδή και το πνεύμα και η φωνή φτάσουν στο όριό τους και το περάσουν. Δυο φορές έχω αφοσιωθεί σε κάποιον συγγραφέα μέχρι σήμερα. Η μια ήταν παλιότερα στον Έζρα Πάουντ (Εzra Pound), όταν έκανα το ντοκιμαντέρ για το Παρασκήνιο γύρω στο 2004 (σ.σ. Εzra Pound: Παράδεισο ήθελα να γράψω).
Αποφάσισα να ταξιδέψω ολομόναχος με μια κάρτα Interrail. Καταχείμωνο στην Ευρώπη του, όπως τη γνώρισε, με τα ποιήματά του στο σακίδιο, κάτι παλτό και μια βιντεοκάμερα Panasonic DV.
Βερολίνο, Βρυξέλλες, Παρίσι, ύπαιθρος της Γαλλίας γύρω γύρω, Γένοβα, Ραπάλο και τέλος Βενετία. Χωρίς λεφτά πια. Mε ένα ψωμί και κάτι κόκα κόλες για κάποιες μέρες, για να τραβήξω το ταξίδι όσο το δυνατόν περισσότερο.
Εκεί στον τελευταίο σταθμό, στο νεκροταφείο-νησάκι της Βενετίας, ένα πρωινό με βαριά ομίχλη, πολύ πεινασμένος και εξαιρετικά πλέον εξουθενωμένος, έγινε κάτι σαν αποκάλυψη. Χωρίς εξήγηση το θάρρος του προσώπου έγινε δικό μου θάρρος και χωρίς να το καταλάβω, πώς και τι, ξανακέρδισα κάτι μυστικό που πήγαινα να το χάσω και που έκτοτε θα το χρωστώ για πάντα σ’ αυτόν τον εξαιρετικά προσφιλή μου νεκρό, ποιητή και εγκληματία.
Τη δεύτερη φορά αφοσιώθηκα στον Τενεσί Ουίλιαμς (Tennessee Williams), τους τελευταίους μήνες. Έζησα μάλιστα μια παράξενη εβδομάδα, είκοσι μέρες πριν από την πρεμιέρα της Λυσσασμένης γάτας στο Βασιλικό Θέατρο. Στο πικ των προβών –πριν καταπιαστούμε με τα τεχνικά ζητήματα–, καθώς μάλιστα έτρεχε το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όπου επίσης είχα να κάνω πολλά και διάφορα και ενώ ήδη για δυο μήνες ανεβοκατέβαινα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, με ξενύχτια, ώρες ατέλειωτες εργασίας και πολλή τρεχάλα, τη διαβολοβδομάδα αυτή ήρθε ξανά το χτύπημα της εξουθένωσης και της συσσωρευμένης αϋπνίας. Και έγινε αυτό: κάθε μέρα για πέντε μέρες τα λόγια αντηχούσαν όπως δεν είχαν αντηχήσει μέσα μου ποτέ πριν και τα δάκρυα κύλησαν ποτάμι.