Τη δεκαετία του ’70 είχα φύγει από τη Σύρο για να συνεχίσω το σχολείο. Ήρθα στην Αθήνα προκειμένου να φοιτήσω στο οικοτροφείο των καθολικών καλογραιών, στην Πανεπιστημίου και Σίνα.
Μέσα εκεί ήμασταν πολλές κοπέλες, μεταξύ των οποίων κάποιες από την Κρήτη. Εκείνες είχαν οργανωθεί στην αντίσταση κατά της χούντας. Τα αγόρια τους ήταν φυλακισμένα στις φυλακές Αβέρωφ.
Αναζητούσαν τρόπο να επικοινωνήσουν μαζί τους. Ό,τι τους πήγαιναν στις φυλακές τα περνούσαν από εξονυχιστικό έλεγχο. Σκεφτήκαμε τότε το εξής: η αδελφή μου μου έστελνε από τη Σύρο διάφορα τρόφιμα. Μες στα δέματα πάντα υπήρχαν και δικά μας λουκούμια, τα Λουκούμια Συκουτρής. Tα κουτιά που χρησιμοποιούσαμε για τη συσκευασία των λουκουμιών ήταν από χοντρό χαρτόνι, χειροποίητα.
Οι κοπέλες μάζευαν τα τσιγαρόχαρτα και με το στένσιλ της εποχής –που δεν φαινόταν καν, εγώ δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι έγραφαν– σημείωναν τα μηνύματά τους. Άνοιγα τα κουτιά με τα λουκούμια, ξεκολλούσα τον χαρτονένιο πάτο, τοποθετούσαμε μέσα τα μηνύματα, στη συνέχεια βάζαμε τα λουκούμια, τα τύλιγα με το σελοφάν και δεν φαινόταν τίποτε. Μάλιστα είχα φέρει και στάμπες με το σήμα των λουκουμιών Συκουτρής, οπότε άθικτο το κουτί.
Στην αρχή οι κοπέλες πήγαιναν τα δέματά τους στη φυλακή με μεγάλο καρδιοχτύπι. Οι φύλακες τα έψαχναν εξονυχιστικά και τρέμαμε μήπως ανοίξουν τα λουκούμια. Κάποια φορά μάλιστα άνοιξαν ένα κουτί, έβγαλαν τα λουκούμια και το χαρτί αλλά δεν ξεκόλλησαν τον πάτο. Έτσι δεν βρήκαν τίποτε.
Σκέφτηκα όμως ότι αν καταλάβαιναν οι φύλακες πως τα λουκούμια προέρχονται αποκλειστικά από τον Συκουτρή, μπορεί να μας υποψιάζονταν. Είπα λοιπόν στην αδελφή μου να μου στείλει λουκούμια και από άλλους λουκουμοποιούς στη Σύρο, δήθεν ότι ήθελα να κεράσω.
Με αυτό τον τρόπο γινόταν η επικοινωνία, μπαινόβγαιναν μηνύματα αντιστασιακά, κωδικοποιημένα και δεν μας πήραν ποτέ χαμπάρι.