Είχα και έχω μια συνήθεια. Πριν πάω για ύπνο έχω το ραδιόφωνο δίπλα μου. Κοιμόμουν ακούγοντας τις τελευταίες ειδήσεις. Το ίδιο πράγμα έκανα το πρωί. Με την τσίμπλα στο μάτι άνοιγα το ραδιόφωνο για να ακούσω ειδήσεις.
Ήμουν νιόπαντρος τον Απρίλιο του 1967. Μέναμε στο Παγκράτι. Είχαμε νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα – η μητέρα μου έμενε λίγο πιο πάνω. Ξημερώματα της 21ης Απριλίου χτυπούσε η πόρτα δυνατά. Σηκώθηκε η γυναίκα μου. Ήταν η μητέρα μου που της είπε: «Να πεις στον Αριστοτέλη να μη βγει σήμερα έξω γιατί είδα τανκ και στρατιώτες».
Όταν άκουσα τανκ και στρατιώτες, πετάχτηκα από το κρεβάτι, άνοιξα το ραδιόφωνο και άκουσα στρατιωτικά εμβατήρια. Πίστεψα ότι έκανε το πραξικόπημα ο Κωνσταντίνος. Δεν πήρα καν πρωινό. Ντύθηκα και κατέβηκα για να πάω με τα πόδια από το Παγκράτι στο γραφείο, στο Associated Press. Το γραφείο ήταν στην οδό Κολοκοτρώνη, μαζί με το Έθνος.
Πήγα να περάσω από την πλατεία. Υπήρχαν στρατός και αστυνομία. Δεν άφηναν κανέναν να περάσει προς το κέντρο. Έδειξα την ταυτότητά μου. Τους είπα «φωτορεπόρτερ».
– Σήμερα δεν έχει δουλειά. Να πας στο σπίτι σου να ξεκουραστείς.
Ρώτησα πού είναι ο υπεύθυνος αξιωματικός. Μου τον έδειξε. Όταν γύρισε την πλάτη του, έκανα μια έτσι και πέρασα. Κατέβηκα με τα πόδια, πέρασα από την Ηρώδου Αττικού. Είδα μέσα και έξω από τα ανάκτορα στρατιώτες με στολή εκστρατείας και τα όπλα στο χέρι. Κατάλαβα ότι η υπόθεση μύριζε μπαρούτι. Δεν κυκλοφορούσε πολύς κόσμος στον δρόμο.
Έφτασα στο γραφείο. Ανέβηκα, πήρα τη φωτογραφική μου τσάντα με τις μηχανές και πήγα στο Σύνταγμα. Με το που βγαίνω στην πλατεία από την Καραγιώργη Σερβίας, βλέπω ότι στο κεντρικό μπαλκόνι της Βουλής είχαν στήσει ένα πολυβόλο. Οι στρατιώτες είχαν έτοιμες τις δεσμίδες. Σήκωσα τον τηλεφακό μου και τράβηξα δύο τρία καρέ. Αυτές είναι οι πρώτες λήψεις από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.