Ανεβήκαμε με ένα μουλάρι στο βράχο.
Στον κατήφορο μας έπιασε βροχή.
Κρυφτήκαμε σε ένα σπίτι. Είχε πολλές
εικόνες. Του Χριστού, της Παναγίας,
αλλά και της μαμάς και των ξαδέρφων
μου. Ήρθε ο ιερέας και με ρώτησε αν
είμαι έτοιμη. Πήρε ένα ψαλίδι και
χρατς χρουτς έσκισε την πρόσοψη του
σπιτιού. Μπήκαν τότε μέσα αρνιά που
βελάζανε, πετεινοί που λαλούσανε και
τα παιδιά με τα ποδήλατα τους.
Χαρτοκοπτική, Εύα Στεφανή
από τη συλλογή Τα μαλλιά του Φιν, Πόλις (2014)
Μια ανάμνηση που έχω κρατήσει από τις πρώτες μέρες της ταινίας είναι ότι είχα πρόσφατα διαβάσει το ποίημα Χαρτοκοπτική της Εύας Στεφανή. Διαβάζοντας το ξανά τώρα, ύστερα από τόσο καιρό, ένιωσα πως το Πρωτόγαλα ίσως να είναι τελικά αυτό που προκύπτει από το «χρατς χρουτς» ενός ψαλιδιού. Μια πράξη χαρτοκοπτικής, ένα παιχνίδι που κόβει, διαλύει και ξανασυνθέτει.
Η μαμά, ο μπαμπάς, τα βελάσματα των αρνιών, το σπίτι γεμάτο εικόνες του Χριστού και πρόσωπα οικεία. Το τοπίο, όπου οι άνθρωποι και τα ζώα συνυπάρχουν, έγινε για μένα ένα κολάζ μνήμης και συναισθημάτων που στο μοντάζ της ταινίας βρήκε μια νέα ζωή.
Ίσως αυτή η ανασύνθεση να αντηχεί αυτό που ο Artavazd Peleshyan ονομάζει distance editing και που στο βουκολικό του αριστούργημα The seasons (1975) δημιουργεί μια αφηγηματική φόρμα που υπερβαίνει τον χώρο και τον χρόνο. «Το distance editing σπρώχνει προς τα έξω, σε έναν τόπο όπου οι νόμοι της γραμμικής αφήγησης καταρρέουν. Σε έναν κόσμο όπου αυτοί που γεννιούνται δεν ξέρουν ποιον σκοτώνουν. Και αυτοί που πεθαίνουν δεν ξέρουν ποιον γεννούν».
Πράγματι, το Πρωτόγαλα είναι μια ταινία για τη γέννα, γεμάτη αποσπασματικές μνήμες, στιγμές και ήχους που με συνόδευαν μεγαλώνοντας απέναντι από τους πρόποδες του όρους Πατέρας, στον κάμπο των Μεγάρων. Το τοπίο αυτό δεν ήταν ποτέ για μένα ένα απλό φόντο, αλλά ζωντανός οργανισμός. Μάρτυρας και συμμέτοχος στον κύκλο της ζωής.