Επιστροφή από το Πολυτεχνείο στο σπίτι το Σάββατο 17 του Νοέμβρη, 12 και… μετά τα μεσάνυχτα. Οι δικοί μου τρελαμένοι. Κολλημένοι στο παλιό Telefunken. Μέχρι τρεις παρά όταν σίγησε ο σταθμός.
Το πρωί κατά τις επτά γέμισα ένα σακβουαγιάζ με μια φόρμα, πήγα στον φούρνο της γειτονιάς και πήρα δυο τυρόπιττες και μια φραντζόλα. Ο φούρναρης με ρώτησε με δάκρυα στα μάτια: «Τί έγινε πάνω;». Δεν του είπα τίποτε παρά μόνο ότι πάω εκδρομή στα Καλάβρυτα με το σχολείο.
Φτάνοντας στην πλατεία Αττικής, βρέθηκα μπροστά σε τρόλεϊ και λεωφορεία κάθετα στον δρόμο με ξεφουσκωμένα λάστιχα και γραμμένα συνθήματα πάνω τους. Και χιλιάδες πέτρες καταμεσής στην άσφαλτο. Πεδίο μάχης. Χιλιόμετρα από το Πολυτεχνείο.
Ήταν 7.30 το πρωί και η ερημιά ήταν απόκοσμη. Κανένας άνθρωπος, κανένα αυτοκίνητο, κανένας θόρυβος. Κόβοντας δρόμο μέσα από στενάκια, έφτασα στο σχολείο. Διαγώνια απέναντι, επί της Αχαρνών, ήταν ένα κατάστημα της Γενικής Τράπεζας. Στον τοίχο ήταν γραμμένο «Εδώ σκοτώθηκε ο…». Κανένα όνομα, τίποτε άλλο.
Πέρασα απέναντι στο σχολείο. Βρήκα καμιά σαρανταριά άλλους «εκδρομείς». Κάποιοι έκλαιγαν και στο γήπεδο μπάσκετ ένα γνωστό καθίκι έπαιζε μόνος του με την μπάλα.
– Κομμούνια, τώρα κλαίτε. Καλά να πάθετε μας πέταξε κατάμουτρα.
Μας κράτησαν μαντρωμένους σε υπόγειες τάξεις. Όλοι οι πίνακες ήταν γεμάτοι συνθήματα. Γύρω στις δώδεκα μας είπαν να πάμε σπίτια μας.
Βγήκαμε στη Χέιδεν, ανεβήκαμε στην πλατεία Βικτωρίας. Ακουγόταν οχλοβοή από Πατησίων.
Γωνία Χέιδεν και Πατησίων πολύς κόσμος. Μπροστά στο θέατρο Μινώα μια μεγάλη διαδήλωση ερχόταν προς το μέρος μας.
«Λαέ θυμήσου, σκοτώσαν το παιδί σου». Δεν ήταν σύνθημα. Ουρλιαχτό ήταν.
Μπροστά ένα μόνο πλακάτ-κατάρα: «Το αίμα στα κεφάλια σας». Και στα πεζοδρόμια εκατοντάδες.
Μας έριχναν δακρυγόνα από μακριά. Αλλά υπήρχε «πολιτική προστασία». Δεκάδες γυναίκες από τα γύρω διαμερίσματα με καλαθάκια γεμάτα με κραγιόν, κουτιά βαζελίνης και κομμένα λεμόνια τα μοίραζαν στους διαδηλωτές για προστασία από τα δακρυγόνα.