Η Αρχαιολογική Υπηρεσία Δωδεκανήσου ήταν προνομιούχα από πολλές απόψεις. Όχι μόνο γιατί ευτύχησε να έχει προϊσταμένους φωτισμένους επιστήμονες, αλλά και γιατί οι σχέσεις μεταξύ των συναδέλφων υπήρξαν παροιμιωδώς αρμονικές.
Οι τυχεροί που υπηρέτησαν εδώ είχαν και άλλα προνόμια. Εάν μπορεί κάποιος να τα ονομάσει έτσι. Τα ταξίδια μας στις μικρασιατικές ακτές ήταν σχεδόν ανέξοδα.
Η περιήγηση στους αρχαιολογικούς χώρους και στα μνημεία της Ιωνίας, της Καρίας και της Λυκίας, περιοχές πλησιέστερες στα νησιά της Δωδεκανήσου, αποκάλυπτε ανάγλυφα τις σχέσεις των δυο πλευρών και το κοινό πολιτιστικό τους υπόβαθρο. Μας έφερνε σε επαφή με τόπους που φάνταζαν και αποδεικνύονταν οικείοι. Η Μικρά Ασία υπήρξε ανέκαθεν η ενδοχώρα των νησιών. Για πολλούς αιώνες ήταν ο ζωτικός τους χώρος, πριν αποκοπεί βίαια ο ελληνισμός από τα εδάφη αυτά.
Έτσι το 1989, μετά τις εκδηλώσεις και τις εκθέσεις που οργανώθηκαν στο Καστέλλο για τα 2.400 χρόνια από την ίδρυση της πόλης της Ρόδου, έφτασε ο καιρός να ξαναρχίσουμε τις καλοκαιρινές ολιγοήμερες εξορμήσεις μας στη γείτονα χώρα. Στην εκδρομή συμμετείχαν –εκτός από εμένα– η Βάσω Πατσιαδά –πρόσφατα αφυπηρέτησε από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου– και η Εύα Αποστόλου – υπηρετεί σήμερα στο Νομισματικό Μουσείο.
Με έδρα μας το Μαρμαρίς (αρχαία ονομασία Φύσκος), απέναντι από τη Ρόδο, μας δινόταν η ευκαιρία συμμετοχής σε μια ημερήσια θαλάσσια βόλτα στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου των Λωρύμων, τμήμα της ροδιακής Περαίας, με ιστιοφόρο που πραγματοποιούσε τουριστικές εκδρομές στις μαγευτικές ακτές της Καρίας.
Παρόμοιες εκδρομές στη Μικρά Ασία ήταν τότε στα σπάργανα. Με τη Βάσω Πατσιαδά δεν χάσαμε την ευκαιρία της περιήγησης. Η Εύα έμεινε πίσω, διότι δεν είναι και τόσο θαλασσινός τύπος.