Λίγο πριν από την πτώση της δικτατορίας αρχίσαμε με τον Πάνο Τζαβέλλα να τραγουδάμε στο Αντάρτικο Λημέρι. Τραγουδούσαμε Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, κλέφτικα, διεθνιστικά και πότε πότε πετάγαμε και κανένα αντάρτικο.
Όταν έπεσε η δικτατορία είχαμε πρόγραμμα με αντάρτικα κυρίως και με κλέφτικα, διεθνιστικά και τραγούδια του Πάνου. Κάθε βράδυ είχαμε πραγματικά μυσταγωγία. Δίναμε δυο παραστάσεις σε μια κατάμεστη αίθουσα. Συνωστιζόταν ένα πλήθος προοδευτικών ανθρώπων από όλες τις τάσεις της Αριστεράς. Μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές του ΕΑΜ, πολιτικά στελέχη, προοδευτικοί πολίτες, φοιτητές, νεολαίοι, διανοούμενοι και καλλιτέχνες.
Άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους συγχρονίζονταν συναισθηματικά και σιγά σιγά συγκροτούσαν ένα παλλόμενο πλήθος που τραγουδούσε μαζί μας, ταυτιζόταν με τα τραγούδια της Αντίστασης και απογειωνόταν. Το τραγούδι αποτελούσε τον συνεκτικό ιστό που συνέδεε ψυχοσυναισθηματικά και πολιτικά αυτό το ετερόκλητο πλήθος.
Πολύ συχνή ήταν η παρουσία των ηγετών των αριστερών κομμάτων και των πνευματικών ανθρώπων της Αριστεράς. Η μπουάτ του Τζαβέλλα ήταν σχολείο του αντάρτικου και γενικότερα του πολιτικού τραγουδιού και τόπος συνάντησης των γενεών της Εθνικής Αντίστασης, της αντιδικτατορικής πάλης και των νέων ανθρώπων που ονειρεύονταν έναν καλύτερο κόσμο και αγωνίζονταν για την πραγμάτωσή του.
Το 1975 μεταφερθήκαμε στη Λήδρα. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ του 1978 στην Πλάκα, με το χιόνι να έχει σκεπάσει την Αθήνα, ζήσαμε μια μοναδική εμπειρία. Ανάμεσα στους θεατές ήταν και οι σταυραετοί της Κρήτης, ΕΑΜίτες αντάρτες που δεν παραδόθηκαν το 1949, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού, παρέμειναν φυγάδες και έζησαν περιπλανώμενοι στα κρητικά βουνά επί 25 χρόνια. Έζησαν κυριολεκτικά σαν αγρίμια από σπηλιά σε σπηλιά και από μιτάτο σε μιτάτο. Όταν εμφανίστηκαν μετά την πτώση της δικτατορίας, κάνεις δεν πίστευε ότι η ιστορία τους ήταν αληθινή.