H μητέρα μου δούλευε στην Πολυκλινική Αθηνών για τριάντα χρόνια. Μικρή πήγαινα συχνά να τη συναντήσω εκεί. Αυτό το νοσοκομείο, πιο σωστά αυτό το ίδρυμα, έμοιαζε με ζωντανή κυψέλη που βούιζε από χαρά.
Ένα ίδρυμα όπου κάθε άπορος μπορούσε να δεχτεί περίθαλψη, νοσηλεία και φάρμακα εντελώς δωρεάν. Αν και ιδιωτικό ίδρυμα, τα περισσότερα χρόνια της λειτουργίας του το ήθος που επικρατούσε ήταν τόσο σπάνιο που επέτρεπε σε γιατρούς και νοσηλευτές να κάνουν εισαγωγές σε φτωχούς που έρχονταν από την επαρχία, σε ταλαίπωρους θαμώνες της Ομόνοιας, να παρέχουν ακόμη και φαγητό δωρεάν σε ένα πλήθος άστεγων.
Αμέτρητα είναι τα περιστατικά που μου έχει αφηγηθεί η μητέρα μου Έλλη Λάκκα-Παπαδόδημα, η οποία υπήρξε διευθύντρια του ενδοκρινολογικού τμήματος της Πολυκλινικής. Kι εγώ η ίδια θυμάμαι στο αίθριο να περιμένει κόσμος με γκλίτσες, ταγάρια, αλλά και τραβεστί της Ομόνοιας, πρόσφυγες, εξαρτημένοι.
Αυτό το ετερόκλητο πλήθος ήταν κάτι μοναδικό. Πουθενά δεν θα μπορούσε να τους συναντήσει κάποιος όλους αυτούς μαζί. Ανάμεσα τους οι υπέροχες νοσηλεύτριες με τα λευκά τους. Ο ιερομόναχος Πορφύριος, ο οποίος άσκησε καθήκοντα εφημέριου στο παρεκκλήσι της Πολυκλινικής για 33 χρόνια, έλεγε: «Έβλεπα τις νοσοκόμες σαν λευκοφορεμένους αγγέλους να πηγαίνουν να υπηρετήσουν στον ναό της αγάπης του θεού, δηλαδή στο νοσοκομείο». Κι έτσι ακριβώς ένιωθε κανείς μπαίνοντας σε αυτό το νοσοκομείο, ότι έμπαινε σε κάποιο φωτεινό ναό.
Δίπλα ακριβώς στο νοσοκομείο το εκκλησάκι του Αγίου Γερασίμου, αγιογραφημένο από τον Φώτη Κόντογλου, στα παιδικά μου μάτια φώτιζε σαν όνειρο μες στο χάος, στη βρόμα και στο σκοτάδι της περιοχής.