Στο Φεστιβάλ Δράμας μπήκα στα 23 μου. Την περίοδο της πανδημίας. Χάρη σε μια κριτική που είχα γράψει στο BFI για τη μικρού μήκους ταινίας Touch me του Γιώργου Ζώη. Κάπως του έγραψα, κάπως το είδε και κάπως έτσι τώρα βρίσκομαι στο τέταρτο έτος μου στο φεστιβάλ. Η εμπιστοσύνη που μου έδειξε και μου δείχνει η ομάδα, ειδικά σε μια τόσο μικρή ηλικία (που είχα κάποτε), οδήγησε σε μακροχρόνια και σταθερή συνεργασία.
Όμως στα 23 εκτός από όρεξη για δουλειά είχα και όρεξη για χορό. Έτσι λοιπόν ένα βράδυ του 2021 τρία ταξί μας οδήγησαν στα περίχωρα της πόλης. Εγώ, δυο τρείς ξακουστοί Έλληνες παραγωγοί, κάποιοι διευθυντές καλλιτεχνικών φεστιβάλ, ένας δυο ηθοποιοί. Τα ονόματά τους θα τα αποκρύψω. Αλλά οι μνήμες της βραδιάς θα μας ενώνουν σιωπηλά.
Ανάμεσα σε ξερά χωράφια –κακοφωτισμένο και δίπλα ακριβώς στο στριπτιτζάδικο που είχαμε βαλθεί να πάμε, αλλά το οποίο (και προς απογοήτευση της ξέφρενης ομάδας) είχε κλείσει λόγω κορονοϊού– στεκόταν το ξακουστό κλαμπ της Δράμας, το Butterfly. Ζαλισμένοι κι εμείς σαν πεταλούδες που μας καλεί το φως πληρώνουμε το ταξί και μπαίνουμε στο επιβλητικό τετράγωνο κουτί.
Η μουσική ξεχύνεται από τα ηχεία. Το ένα τραγικό κομμάτι μετά το άλλο σε ένα mix των τριάντα δευτερολέπτων. Μόνο το απόλυτο ρεφρέν μπορείς να ξεχωρίσεις. Μας αρέσει.
Το γλέντι ξεκινάει και άξαφνα γινόμαστε ένα. Εκεί που οι εργασιακές σχέσεις απαιτούν μια κάποια απόσταση και τη διαφύλαξη έστω κάποιων προσχημάτων, οι banal αυτές συμβάσεις εξαλείφονται στο dancefloor. Ανάμεσα σε ανάποδα σφηνάκια, κουνήματα των γοφών, ανασηκωμένα χέρια και αναρίθμητα γέλια.