Λαύριο 1941-1942. Γερμανοϊταλική κατοχή. Η πείνα σαρώνει τη μικρή, βιομηχανική πόλη δυσανάλογα με τον πληθυσμό της.
Ο παππούς μου, Ιωάννης (Τζον) Χατζηπανάγος, εργοδηγός στη Γαλλική Εταιρεία Μεταλλευμάτων, γράφει στα Απομνημονεύματά του: «Τόπος μεταλλευτικός, χώμα λίγο και ακατάλληλο για καλλιέργεια, με λίγα αμπέλια ολόγυρα και με νερό πολύ αρμυρό, να ποιο είναι το Λαύριο.
[…] Η μόνη ελπίδα ήταν να ξεπέσει στο μώλο κανένα καΐκι από κακοκαιρία με κανένα λαχανικό ή φρούτο. Ο κόσμος πουλούσε όσο-όσο χρήσιμα πράματα του σπιτιού. Ρούχα και παπούτσια, για να πάρει λίγα χαρούπια ή λίγες σταφίδες, κι αν τις εύρισκε κι αυτές.
Έβλεπε κανένας στο δρόμο πρησμένους ανθρώπους απ’ την αβιταμίνωση, παιδάκια μικρά με γένια και μουστάκια. Εκεί που βάδιζες έβλεπες να πέφτει κάτω ένας άντρας και να πεθαίνει στη μέση του δρόμου […] ιδίως από τον Οκτώβρη του ’41 και σχεδόν όλο το ’42 ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν μέσα σε λίγες μέρες […] ήρθε μέρα με είκοσι και εικοσιπέντε νεκρούς […] ένα χειροκάροτσο για νεκροφόρα και για νεκροπομπός όποιος περίσσευε ζωντανός από την οικογένεια».
Ήταν σε αυτές τις συνθήκες που ο νεαρός αρχιμηχανικός της Γαλλικής Εταιρείας Κωνσταντίνος Κονοφάγος σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί το πολύτιμο αργυρούχο μετάλλευμα. Το «τριπλούν κράμα», ένωση μολυβιού, ασημιού και ψευδαργύρου.
Αν συμφωνούσε ο Βέλγος διευθυντής και αντιστασιακός Maurice Bremmer και η ανώτερη διοίκηση στο Παρίσι –όπως και έγινε–, θα μπορούσαν να μην το δηλώσουν στις αρχές. Και να παράγουν ασήμι, ώστε να το πουλούν και να εξασφαλίζουν τρόφιμα για τους εργαζομένους και την πόλη.
Υπήρχαν βέβαια δυο βασικές δυσκολίες. Η μία ήταν ότι όλα αυτά έπρεπε να γίνουν κάτω από τη μύτη των κατακτητών. Οι οποίοι είχαν εγκαταστήσει Ιταλό γενικό διευθυντή στην εταιρεία, την είχαν επιτάξει και είχαν τοποθετήσει κάμποσους καραμπινιέρους που έλεγχαν τα πάντα.