Ο δυνατές ριπές των καλοκαιρινών μελτεμιών την ανησυχούν. Είναι και τα άσχημα μαντάτα που έρχονται από άλλες γειτονιές του κόσμου για θανάτους, θρήνους, παράλογες απώλειες, είναι και ο φόβος μήπως ξαφνικά το φως της μέρας πάρει και πάλι το χρώμα της φωτιάς. Κάθε μέρα σηκώνεται νωρίς για να προλάβει λίγο από την τρυφερότητα της νυχτερινής δροσιάς. Βγαίνει στον κήπο και ταΐζει τις γάτες. Την περιμένουν όλες στη σειρά.
Οι δύο αρσενικές, καινούργιοι επισκέπτες, σε στάση πολέμου. Πριν από λίγο καιρό απειλούσαν η μία την άλλη με εκείνες τις φωνές των γάτων που η πρώτη αίσθηση όταν τις ακούς μες στη νύχτα είναι πως κάποιοι άνθρωποι μαλώνουν· τώρα κοιτάζονται με όση εχθρότητα μπορούν να χωρέσουν τα γατίσια μάτια.
Εκείνο το πρωί η ασπρούλα, που μένει έξω από την περίφραξη, δεν ήταν εκεί. Τη φώναξε. Ήρθε κρατώντας στο στόμα της έναν μεγάλο αρουραίο των αγρών. Της έριξε ξηρή τροφή στο πιατάκι. Ήρθε πιο κοντά. Κρατούσε τον αρουραίο από το σβέρκο. Ήταν ζωντανός, ακίνητος, ούτε τα μάτια του δεν κουνούσε.
Προσποίηση; Μήπως ξεγελάσει τη γάτα και λίγο τον ακουμπήσει στο χώμα ή μήπως αυτό το κράτημα από το σβέρκο του θύμιζε εκείνο της μάνας του όταν τον κουβαλούσε μικρό μες στους αγρούς; Η γυναίκα προσπάθησε να την κάνει να τον αφήσει, την παρακάλεσε τρυφερά, την έσπρωξε με ένα ξύλο, στο τέλος τη μάλωσε. Δεν τα κατάφερε.