Skip to content
Home » Τα άγρια ένστικτα μιας άσπρης γάτας και ο μακρινός παράδεισος

Τα άγρια ένστικτα μιας άσπρης γάτας και ο μακρινός παράδεισος

    Τα άγρια ένστικτα μιας άσπρης γάτας και ο μακρινός παράδεισος

    Published

    Τα άγρια ένστικτα μιας άσπρης γάτας και ο μακρινός παράδεισος

    Published
    Η Αθηνά Τσάκαλου μνημονεύει μια ιστορία όπου μπλέκονται αξεδιάλυτα μια άσπρη γάτα, ένας αρουραίος και ο προφήτης Ησαΐας

    Ο δυνατές ριπές των καλοκαιρινών μελτεμιών την ανησυχούν. Είναι και τα άσχημα μαντάτα που έρχονται από άλλες γειτονιές του κόσμου για θανάτους, θρήνους, παράλογες απώλειες, είναι και ο φόβος μήπως ξαφνικά το φως της μέρας πάρει και πάλι το χρώμα της φωτιάς. Κάθε μέρα σηκώνεται νωρίς για να προλάβει λίγο από την τρυφερότητα της νυχτερινής δροσιάς. Βγαίνει στον κήπο και ταΐζει τις γάτες. Την περιμένουν όλες στη σειρά.

    Οι δύο αρσενικές, καινούργιοι επισκέπτες, σε στάση πολέμου. Πριν από λίγο καιρό απειλούσαν η μία την άλλη με εκείνες τις φωνές των γάτων που η πρώτη αίσθηση όταν τις ακούς μες στη νύχτα είναι πως κάποιοι άνθρωποι μαλώνουν· τώρα κοιτάζονται με όση εχθρότητα μπορούν να χωρέσουν τα γατίσια μάτια.

    Εκείνο το πρωί η ασπρούλα, που μένει έξω από την περίφραξη, δεν ήταν εκεί. Τη φώναξε. Ήρθε κρατώντας στο στόμα της έναν μεγάλο αρουραίο των αγρών. Της έριξε ξηρή τροφή στο πιατάκι. Ήρθε πιο κοντά. Κρατούσε τον αρουραίο από το σβέρκο. Ήταν ζωντανός, ακίνητος, ούτε τα μάτια του δεν κουνούσε.

    Προσποίηση; Μήπως ξεγελάσει τη γάτα και λίγο τον ακουμπήσει στο χώμα ή μήπως αυτό το κράτημα από το σβέρκο του θύμιζε εκείνο της μάνας του όταν τον κουβαλούσε μικρό μες στους αγρούς; Η γυναίκα προσπάθησε να την κάνει να τον αφήσει, την παρακάλεσε τρυφερά, την έσπρωξε με ένα ξύλο, στο τέλος τη μάλωσε. Δεν τα κατάφερε.

    «Και τι νομίζεις; Επειδή με ταΐζεις με κροκέτες θα σου παραδώσω τα άγρια ένστικτά μου; Ευτυχώς που δεν ανήκω στις γάτες των σπιτιών»

    Σε λίγο η γάτα άρχισε να απομακρύνεται. Η γυναίκα την κοίταζε. Της φάνηκε σαν να περπατούσε περήφανη –έτσι θα το ’λεγε– και κάποια στιγμή η γάτα γύρισε και την κοίταξε με τρόπο παράξενο σαν να της έλεγε:

    «Και τι νομίζεις; Επειδή με ταΐζεις με κροκέτες θα σου παραδώσω τα άγρια ένστικτά μου; Ευτυχώς που δεν ανήκω στις γάτες των σπιτιών. Που γάτες δεν είναι πια και στην πλήξη τους όλο κυνηγούν τις ουρές τους. Αρκετά πια μ’ εσάς τους ανθρώπους. Εύκολα λέτε: “πόσο καλός είμαι, αγαπώ τα ζώα”. Και μας δίνετε και γελοία ονόματα: Ριρή, Σπίθα. 

    Κοίτα με, κατηφορίζω στη ρεματιά. Σε λίγο κάτω από τους πυκνούς σκίνους θα χαρώ κι εγώ τον πόλεμο για το φαΐ όπως όλες οι αρχαίες γάτες. Θα φάω σαν πραγματική γάτα όπως ορίζει η σοφή μάνα μας, η φύση».

    Κι εδώ θα έλεγε κανείς πως τελειώνει η ιστορία. Μπορεί να είναι ένα κάποιο τέλος για τη γάτα αλλά η γυναίκα κουδούνιζε την ξηρή τροφή στο μικρό κατσαρολάκι κι έλεγε:

    «Αλίμονο αν αφηνόμασταν στη σοφία της φύσης. Εμείς όλα θέλουμε να τα αλλάξουμε. Από τα πολύ παλιά χρόνια ονειρευόμαστε, ή καλύτερα να πω επιθυμούμε, τον παράδεισο. Να το είπε κι εκείνος ο πιο αισιόδοξος προφήτης, ο Ησαΐας, ότι θα ’ρθει καιρός που “ο λύκος και το αρνίον θέλουσι βόσκεσθαι ομού, και ο λέων θέλει τρώγει άχυρον”. Λοιπόν όλα θα τα φτιάξουμε για το καλό όλων μας».

    Κι ακούστηκε από το βάθος της ρεματιάς ένα άγριο γέλιο και είδε τις γάτες δίπλα της να χαμογελάνε ειρωνικά. Σταμάτησε να κουδουνίζει τις γατίσιες κροκέτες.

    Δεν θύμωσε. Χαμήλωσε όσο μπορούσε περισσότερο, κάθισε πάνω στο χώμα και χαμογέλασε κι αυτή ειρωνικά μαζί με τις γάτες…

    banner_300_250
    Picture of Αθηνά Τσάκαλου
    Η Αθηνά Τσάκαλου είναι φιλόλογος και συγγραφέας

    ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS

    MORE STORIES