Το μακρινό 2005, με νωπές τις μνήμες των Ολυμπιακών Αγώνων και του έπους της εθνικής ποδοσφαίρου, ύστερα από 36 ώρες τοκετού γεννήθηκε ο Γιώργος.
Η ταλαιπωρημένη μαμά έμεινε στο νοσοκομείο. Ο άυπνος αλλά περήφανος μπαμπάς –ο υπογράφων– βρέθηκε την επομένη στο ολλανδικό δημοτολόγιο του νότιου διαμερίσματος του Άμστερνταμ.
Δήλωσα τη γέννηση, πήραμε δωράκι μια χαριτωμένη κουβερτούλα και ένα μπουκάλι για το μωρό. Ευχαρίστησα την υπάλληλο που με ενημέρωσε χαμογελαστά: «Με αυτό το χαρτί μπορείτε να δηλώσετε το παιδί και στο ελληνικό προξενείο».
Κάτι η ευτυχία μου, κάτι η πεποίθησή μου πως η Ελλάδα αλλάζει (και γυρίζει τη σελίδα της γραφειοκρατίας), κάτι οι σκέψεις να γυρίσουμε Ελλάδα πριν τα παιδιά αρχίσουν σχολείο… την επόμενη βρέθηκα στο προξενείο. Ο υπάλληλος άνοιξε το τεράστιο βιβλίο και με το μπλε στιλό Bic, σύμβολο της γραφειοκρατίας και φετίχ κάθε γραφειοκράτη που σέβεται τον εαυτό του, άρχισε την καταγραφή.
– Πε-ρ… αλήθεια με δύο ρ το γράφετε;
– Μεγάλη ιστορία, αλλά όπως το λένε το χαρτί και η ταυτότητα.
– Πε-ρ-ρ-ά-κης… Γε-ώ-ρ…
– Με συγχωρείτε, Γιώργο θα τον λέμε, όχι Γεώργιο.
– Μα Γεώργιος γράφουμε.
– Γράφετε το όνομα που θέλω εγώ για το παιδί μου, όχι αυτό που θέλετε εσείς.
– Τον πατέρα σας πώς τον φωνάζανε;
– Γιωργή.
– …να γράψω αβάπτιστο;
– Μπα, όχι, γράψτε Γιώργος.
Και κάπως έτσι, ο μικρός αβάπτιστος –με συγχωρείτε, ο Γιώργος– μεγάλωσε στη θετή του πατρίδα. Τελείωσε το σχολείο και μπήκε στο πανεπιστήμιο. Στο τέλος του πρώτου έτους κατέθεσε αίτηση για να γίνει και Ολλανδός υπήκοος.
Πέρασε από το δημαρχιακό διαμέρισμα, είδαν ότι υπάρχει, αναζήτησαν τα χαρτιά τους και σε λίγες εβδομάδες ο Γιώργος ορκίστηκε σε μια χαριτωμένα επίσημα τελετή στο δημαρχείο του Άμστερνταμ, μαζί με ένα συγκινητικά πολύχρωμο πλήθος νέων πολιτών και των αγαπημένων τους.