Την Τετάρτη 14 του Νοέμβρη του 1973 στην παράνομη συνέλευση Ιατρικής – Οδοντιατρικής αποφασίσαμε να κατεβούμε από το Γουδί μέσω της Αλεξάνδρας στο κατειλημμένο Πολυτεχνείο. Φτάσαμε εκεί με πορεία 1.000 περίπου ατόμων. Ένα τηλεφώνημα στο σπίτι –«είμαι καλά, μην ανησυχείτε εάν δεν μιλήσουμε»– ήταν αναγκαίο (δεν υπήρχαν κινητά τότε).
Ο πατέρας εκείνη την περίοδο δούλευε σε τσαγκαράδικη βιοτεχνία στου Ψυρρή. H μάνα κορδελιάστρα στο εργοστάσιο υποδημάτων PANCOM στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, με 600 περίπου εργάτες.
Ο σταθμός του Πολυτεχνείου και οι αναμεταδόσεις από «πειρατικούς» ραδιοσταθμούς ακούγονταν παντού. Την Πέμπτη 15 του Νοέμβρη πλήθος κόσμου ανταποκρινόταν στο κάλεσμα και συνέρρεε στο Πολυτεχνείο.
Παρασκευή πρωί στο εργοστάσιο της PANCOM οι εργάτες χτυπάνε κάρτα στις 6 το πρωί. Στις 8 κάποιος κλείνει τον γενικό, σταματάνε οι μηχανές και βγαίνουν όλοι έξω. Ένας εργάτης ανεβαίνει σε μια καρέκλα: «Όλοι στο Πολυτεχνείο, η χούντα πέφτει, τα παιδιά μας μας καλούν».
Μια αυθόρμητη εργατική διαδήλωση στήνεται στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Θα χτυπηθεί σε λίγο από την αστυνομία. Γίνονται συλλήψεις, άλλοι ξεφεύγουν, αλλά κανένας δεν γυρίζει στο εργοστάσιο. Έκει είχαν μείνει χωρίς να ακολουθήσουν την κινητοποίηση μόνο δύο άτομα: ο Στέφανος Τ., πατέρας δέκα παιδιών, και η μάνα μου.
Γύρισα το πρωί του Σαββάτου σπίτι μετά την περιπετειώδη έξοδο από το Πολυτεχνείο, αφού διανυκτερεύσαμε 60 φοιτητές σε ένα μικρό διαμέρισμα, στη Στουρνάρη, που μας άνοιξαν την πόρτα. Φτάνοντας σπίτι, βρήκα τα κάγκελα της σκάλας στολισμένα με μπουκέτα από λουλούδια. «Τι έγινε, ρε μάνα;» ρώτησα. «Τα πήρα γιατί αν σε σκοτώνανε θα χρειαζόντουσαν. Αν γύρναγες να σε υποδεχτώ με λουλούδια».
Δεν είπαμε πολλά, φιληθήκαμε, πήρα λίγα πράγματα και πήγα να κρυφτώ, αφού θα είχε μαθευτεί η σχέση μου με το οργανωμένο αντιδικτατορικό κίνημα.