Skip to content
Home » Το 48ωρο από τη δολοφονία Τεμπονέρα έως το λαμπάδιασμα του Κ. Μαρούση

Το 48ωρο από τη δολοφονία Τεμπονέρα έως το λαμπάδιασμα του Κ. Μαρούση

    Το 48ωρο από τη δολοφονία Τεμπονέρα έως το λαμπάδιασμα του Κ. Μαρούση

    Published

    Το 48ωρο από τη δολοφονία Τεμπονέρα έως το λαμπάδιασμα του Κ. Μαρούση

    Published
    Ο Δημήτρης Λένης γράφει στο Short Stories για την ένταση και την έκταση των γεγονότων που έζησε στην Πάτρα και στην Αθήνα, τον Γενάρη του 1991, μέσα σε ένα 48ωρο από τη δολοφονία του Νίκου Τεμπονέρα που έμοιαζε με αιωνιότητα

    Την ημέρα που θα άφηνα την Πάτρα για να έρθω να μείνω στην Αθήνα, μια Τετάρτη, έτυχε να έχει καλό καιρό. Έκανε λίγο κρύο αλλά δεν έβρεχε. Την προηγουμένη νύχτα το είχα ρίξει λίγο έξω. Φεύγοντας αργά μετά τα μεσάνυχτα από το μαγαζί όπου ήμασταν, η παρέα μου κι εγώ νιώσαμε κάτι περίεργο να συμβαίνει. Μια ασυνήθιστη, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.

    Ο ηλεκτρισμός αυτός –και όχι το ποτό και ο χρόνος που πέρασε– είναι που με κάνει να θυμάμαι τα γεγονότα σαν να τα βλέπω μέσα σε θολό καθρέφτη ή παλιά τηλεόραση. Ξέρω μόνο ότι πέρασα την υπόλοιπη νύχτα και όλη την επόμενη μέρα στον δρόμο, χωρίς ανάγκη για ξεκούραση, φαγητό και νερό, παρασυρμένος από ένα απερίγραπτο, πρωτοφανές πλήθος που πλημμύριζε τους δρόμους της πόλης κι έκανε μικροκαμωμένες νοικοκυρές –το είδα με τα μάτια μου– να φωνάζουν «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» από απόσταση αναπνοής σε μεσόκοπους κοιλαράδες αστυνομικούς που προσπαθούσαν να φυλάξουν τα αφύλαχτα.

    Τα κατάφερα κάπως να πάρω τελικά το νυχτερινό τρένο από Πάτρα στις δύο τα ξημερώματα της Πέμπτης. Φτάνοντας στην Αθήνα, ύστερα από άπειρες ώρες συζητήσεων με αγνώστους στο βαγόνι, φίλοι με πήραν άυπνο από τον σταθμό και πήγαμε κατευθείαν σε ένα άλλο, ακόμη μεγαλύτερο, ανθρώπινο χείμαρρο λάβας. Δεν το είχα ξαναδεί αυτό: περπατούσα ώρες προσπαθώντας μάταια να εκτιμήσω το πλήθος.

    Είχε πια σκοτεινιάσει, νομίζω, όταν άρχισαν να πέφτουν τα δακρυγόνα βροχή. Ήμουν στην Ομόνοια –ή μήπως στο Σύνταγμα; Μες στους καπνούς τα θραύσματα μνήμης δεν ενώνονται σωστά– όταν μια σταγόνα αυτής της δηλητηριασμένης βροχής έσκασε στο πόδι μου, ξεφυσώντας τον νοσηρό καπνό της κατευθείαν στα μάτια μου, διάπλατα κλειστά από τον πόνο και την έκπληξη.

    Είχα ξαναπεράσει από τον Κ. Μαρούση λίγο πιο πριν. Τότε όμως δεν είχα δει διαδηλωτές, δεν είχα δει φωτιά. Αλλά είχα δει αστυνομία

    Τυφλωμένος, προσπαθώντας να πάρω ανάσα χωρίς να αναπνέω τον ασφυξιογόνο αέρα, και μισοκουτσός, προσπάθησα να βρω διέξοδο χωρίς καν να ξέρω, μικρός επαρχιώτης, τους δρόμους. Ύστερα από ώρα που πελαγοδρομούσα βρήκα τελικά καθαρότερη ατμόσφαιρα. Ήμουν, νομίζω, στη Γαμβέττα, στο ύψος της Θεμιστοκλέους.

    Και θυμάμαι πολύ καθαρά. Δυο εικοσιτετράωρα ατέλειωτης πορείας σε δυο πόλεις, με λαιμό βραχνό από τις φωνές, με μάτια κόκκινα από την κούραση και το CS, με πόδια που ίσα που με κρατούσαν, με ρούχα που κολλούσαν από τον ιδρώτα, έκαιγαν από τα δακρυγόνα και βρομούσαν βενζίνη από τα δυο –ή ήταν τρία; – καμένα αυτοκίνητα που είχα προσπεράσει βιαστικά (στη Σταδίου; την Κοραή;).

    Και όμως θυμάμαι πολύ καθαρά ότι ξαφνικά νόμισα πως όλα καθάρισαν, έβγαζαν νόημα. Θυμάμαι τη στιγμή κρυστάλλινης διαύγειας. Ένα αστραφτερό δευτερόλεπτο όταν οι σειρήνες σιώπησαν και με άφησαν να σκεφτώ ψυχρά τέσσερα άσχετα πράγματα ταυτόχρονα.

    Πρώτο: η πυρκαγιά στο –εξαώροφο;– κτίριο στο βάθος τραβούσε μανιασμένη τον αέρα από τα γύρω στενά, μαζί και τα δακρυγόνα. Ένιωθα τον κρύο αέρα στην πλάτη μου.

    Δεύτερο: είχα ξαναπεράσει από το ίδιο σημείο λίγο πιο πριν. Τότε όμως δεν είχα δει διαδηλωτές, δεν είχα δει φωτιά. Αλλά είχα δει αστυνομία.

    Τρίτο: γιατί δεν έχει πυροσβεστική; Θα έχουμε κι άλλα θύματα.

    Τέταρτο: θα νικήσουμε. Όχι· έχουμε ήδη νικήσει.

    Αυτές που νομίζουμε ότι είναι οι πιο διαυγείς μας σκέψεις συχνά έρχονται όταν η πραγματικότητα είναι τόσο θολή και χωρίς νόημα που μας μπερδεύει. Η στιγμή της δικής μου θολής διαύγειας ήταν περίπου στις οχτώ το βράδυ της 10ης Ιανουαρίου 1991, γωνία Γαμβέττα, νομίζω, και Θεμιστοκλέους.

    Κοίταζα καρφωμένος και έτοιμος να καταρρεύσω το κτίριο του Κ. Μαρούση να καίγεται, ενώ άκουγα από την Πανεπιστημίου σειρήνες πυροσβεστικών που έφταναν πολύ αργά.

    Κάποτε, ένας μαθηματικός ονόματι Τεμπονέρας είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στην καγκελόπορτα του σχολείου του, με τον λοστό του Καλαμπόκα σφηνωμένο στο κρανίο. Το κάποτε και το τώρα τα χώριζε μια σύντομη αιωνιότητα: 48 μονάχα ώρες.

    banner_300_250
    Picture of Δημήτρης Λένης
    Ο Δημήτρης Λένης είναι αστροφυσικός και συγγραφέας

    ΣΧΕΤΙΚΑ LINKS

    MORE STORIES

    Πολυτεχνείου
    Short

    Προσκλητήριο νεκρών Πολυτεχνείου: Toril Margrethe Engeland

    Ο αρχαιολόγος Κώστας Πασχαλίδης αφηγείται πώς ακριβώς 50 χρόνια μετά θυμήθηκαν την 22άχρονη Νορβηγίδα που δολοφονήθηκε στα σκαλιά του Αρχαιολογικού Μουσείου λίγες ώρες πριν μπει το τανκ στην πύλη του Πολυτεχνείου

    ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΛΤΕΖΑΣ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
    Short

    Δύο μόνα γαρίφαλα για τον Μιχάλη Καλτεζά

    Ο Αντώνης Ζήβας ξετυλίγει το νήμα που οδηγεί από την εξέγερση του 1973 στη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά από τις δυνάμεις καταστολής στη διαδήλωση για την επέτειο του Πολυτεχνείου το 1985