Την ημέρα που θα άφηνα την Πάτρα για να έρθω να μείνω στην Αθήνα, μια Τετάρτη, έτυχε να έχει καλό καιρό. Έκανε λίγο κρύο αλλά δεν έβρεχε. Την προηγουμένη νύχτα το είχα ρίξει λίγο έξω. Φεύγοντας αργά μετά τα μεσάνυχτα από το μαγαζί όπου ήμασταν, η παρέα μου κι εγώ νιώσαμε κάτι περίεργο να συμβαίνει. Μια ασυνήθιστη, ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα.
Ο ηλεκτρισμός αυτός –και όχι το ποτό και ο χρόνος που πέρασε– είναι που με κάνει να θυμάμαι τα γεγονότα σαν να τα βλέπω μέσα σε θολό καθρέφτη ή παλιά τηλεόραση. Ξέρω μόνο ότι πέρασα την υπόλοιπη νύχτα και όλη την επόμενη μέρα στον δρόμο, χωρίς ανάγκη για ξεκούραση, φαγητό και νερό, παρασυρμένος από ένα απερίγραπτο, πρωτοφανές πλήθος που πλημμύριζε τους δρόμους της πόλης κι έκανε μικροκαμωμένες νοικοκυρές –το είδα με τα μάτια μου– να φωνάζουν «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι» από απόσταση αναπνοής σε μεσόκοπους κοιλαράδες αστυνομικούς που προσπαθούσαν να φυλάξουν τα αφύλαχτα.
Τα κατάφερα κάπως να πάρω τελικά το νυχτερινό τρένο από Πάτρα στις δύο τα ξημερώματα της Πέμπτης. Φτάνοντας στην Αθήνα, ύστερα από άπειρες ώρες συζητήσεων με αγνώστους στο βαγόνι, φίλοι με πήραν άυπνο από τον σταθμό και πήγαμε κατευθείαν σε ένα άλλο, ακόμη μεγαλύτερο, ανθρώπινο χείμαρρο λάβας. Δεν το είχα ξαναδεί αυτό: περπατούσα ώρες προσπαθώντας μάταια να εκτιμήσω το πλήθος.
Είχε πια σκοτεινιάσει, νομίζω, όταν άρχισαν να πέφτουν τα δακρυγόνα βροχή. Ήμουν στην Ομόνοια –ή μήπως στο Σύνταγμα; Μες στους καπνούς τα θραύσματα μνήμης δεν ενώνονται σωστά– όταν μια σταγόνα αυτής της δηλητηριασμένης βροχής έσκασε στο πόδι μου, ξεφυσώντας τον νοσηρό καπνό της κατευθείαν στα μάτια μου, διάπλατα κλειστά από τον πόνο και την έκπληξη.