Τα παιδιά των μεταναστών πάντα είχαν έναν μεγάλο καημό. Δεν ζούσαν με τους γονείς, δεν τους έβλεπαν, δεν συζητούσαν μαζί τους. Κοιμούνταν με ένα παράπονο που κάποιες φορές διογκωνόταν τόσο πολύ που μάγκωνε την καρδιά σαν τον κάβουρα τα καλοκαίρια. Μάταια προσπαθούσαν να το πετάξουν, να το τινάξουν από πάνω τους.
Υπήρχαν όμως και οι καλές στιγμές. Ήταν τα μοναδικά παιδιά που φορούσαν καινούρια ρούχα πιο συχνά από τα άλλα. Που έτρωγαν σοκολάτες και μάλιστα από τη Γερμανία. Που έρχονταν δέματα στο σπίτι τους με διάφορα καλούδια. Ήταν εκείνα τα παιδιά που έβγαιναν έξω στη γειτονιά και επιδεικτικά έτρωγαν τα γλυκά της ξενιτιάς, έτσι για να ζηλέψουν τα άλλα, αυτά που είχαν καθημερινά τους γονείς τους και δέχονταν το χάδι τους κάθε στιγμή.
Έτσι και τότε. Ένα τεράστιο δέμα από τη Γερμανία έφτασε στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Τα εγγόνια, τρία κορίτσια –δύο αδελφές και μία ξαδελφούλα–, κοιτάζαμε με αγωνία το περιεχόμενο. Επιφωνήματα χαράς ακούγονταν κάθε φορά που ο παππούς έβγαζε από το κουτί τα καλούδια. Στο τέλος εμφανίστηκε εκείνο το ωραίο παλτό με ασορτί καπελάκι.
«Δερμάτινο» είπε ο παππούς. Σιγά που ήταν, αλλά πού να το ξέραμε; Δεν μας ένοιαζε. «Για τη Βαγγελίτσα» έγραφε το σημείωμα του μπαμπά. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν οι μπότες. Πάντα ένα ή δυο νούμερα μεγαλύτερες. Ούτε αυτό μας ενδιέφερε. Είχε και λίγο τακουνάκι.
Το απόγευμα έγινε η γνωστή επίδειξη με τις καραμέλες στα άλλα τα παιδιά της γειτονιάς. Κανένα δεν τολμούσε να μου φέρει αντίρρηση. Η επιλογή των παιχνιδιών ήταν δική μου. Διαφορετικά ούτε ένα μικρό κομματάκι σοκολάτας δεν θα έφτανε στο στόμα του.
Την άλλη μέρα σηκώθηκα από νωρίς. Καθαρή Δευτέρα, σχολείο δεν είχαμε. Θα πηγαίναμε, όπως ήταν καθιερωμένο, με τον παππού και τη γιαγιά στα πευκάκια να τη γιορτάσουμε.