Πάντα μετά το φαγητό και πριν σηκωθεί από το τραπέζι, ο κ. Τάκης πρέπει απαραιτήτως να κάνει ένα τσιγάρο. Δεν μου αρέσει καθόλου η συνήθειά του αυτή, αλλά το συγκεκριμένο τσιγάρο του το συγχωρώ για δύο λόγους.
Ο πρώτος είναι το φαγητό, που είναι πάντα εξαιρετικό. Συνταξιούχος μάγειρας, βλέπετε, ο κ. Τάκης, ξέρει πώς να κερδίζει τον πεινασμένο. Ο δεύτερος λόγος είναι οι ιστορίες που του αρέσει να διηγείται όσο κρατάει το τσιγάρο. Ξέρει να κερδίζει και τον χορτασμένο.
Αυτή που ακολουθεί μου την είχε διηγηθεί ένα μεσημέρι σαν και σήμερα, παραμονή του Αϊ-Γιαννιού, ύστερα από ένα γεύμα με γόπες τηγανητές και παντζάρια σκορδαλιά. Αφορούσε μια άλλη μέρα σαν και σήμερα, εκείνη πλέον ογδόντα χρόνια πίσω μας. Σας την παραθέτω όπως την άκουσα.
Αύριο είναι η γιορτή της γέννησης του Βαπτιστή Ιωάννη του Προδρόμου. Την παραμονή ανάβουνε φωτιές από τα στεφάνια που έπλεξαν την Πρωτομαγιά και τις πηδούν οι νέοι και οι νιες.
Στην Αγία Παρασκευή Αττικής είχαν το έθιμο του κλήδονα. Τα ελεύθερα κορίτσια έπαιρναν το αμίλητο νερό –δηλαδή μια γουλιά στο στόμα και χωρίς μιλιά– από το πηγάδι της περιοχής τους, ενώ με ένα καθρεφτάκι έβλεπαν στις αντανακλάσεις του νερού στο πηγάδι ποιον θα παντρευτούν.
Με το νερό ακόμη στο στόμα ξεκινούσαν για το σπίτι τους. Και όποιο αντρικό όνομα τύχαινε να ακούσουν πρώτο στον δρόμο αυτό θα είχε και ο άντρας που θα παντρευόντουσαν. Οπότε και έφτυναν το νερό στον δρόμο.
Η Βούλα, η μάνα μου, ακόμη Παρασκευούλα τότε, έπειτα από πολύ τσακωμό με τη μάνα της, την κυρία Ευριδίκη, πήρε τις φίλες της το απόγευμα της παραμονής του Αϊ-Γιαννιού το ’44 και ξεκίνησαν για τον κλήδονα.