Καλοκαίρι του 1976 στο Πόρτο Ράφτη. Μπάνια, βόλτες, παγωτά, εφήμερες παρέες με παιδιά άλλων παραθεριστών, λίγο φλερτ. Ζούμε την αναστάτωση της εφηβείας αλλά και κάτι περισσότερο. Ζούμε την ένταση της Μεταπολίτευσης.
Τα απογεύματα συναντιόμαστε παρέες παρέες στην παραλία και κουβεντιάζουμε με σοβαρότητα για βιβλία, μουσικές, ταινίες, αλλά και γι’ αυτά που διαβάζουμε στις εφημερίδες. Γιατί εννοείται πως διαβάζουμε εφημερίδα και όχι πάντα αυτή που διαβάζουν οι γονείς μας.
Ένα απόγευμα, ενώ μιλάμε για τους αγαπημένους μας συγγραφείς (η δική μου ήταν η Ζωρζ Σαρρή), ένα αγόρι, νεοφερμένο στην παρέα, αναφέρει τον Μενέλαο Λουντέμη. Ομολογώ ότι δεν τον έχω ακουστά.
«Ήταν εξόριστος στη Ρουμανία, δεν έχει πολύ καιρό που επέστρεψε» μου εξηγεί ο Γιώργος και συμπληρώνει: «Αυτές τις μέρες βρίσκεται εδώ, στο Πόρτο Ράφτη. Τον επισκέφτηκε ο πατέρας μου, είναι παλιοί γνωστοί».
Τον ακούω εντυπωσιασμένη να μου μιλάει για το αγαπημένο του βιβλίο με τίτλο Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα. «Μπορώ να στο δανείσω» μου λέει, «αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα το προσέξεις σαν τα μάτια σου. Ο πατέρας μου μου το έφερε με αφιέρωση από τον ίδιο τον Μενέλαο Λουντέμη».
Το επόμενο απόγευμα μου το δίνει τυλιγμένο σε μια εφημερίδα. «Καλύτερα να μη σε δει κανείς να το διαβάζεις. Καταλαβαίνεις…». Καταλαβαίνω, πώς δεν καταλαβαίνω. Μπορεί να άλλαξαν πολλά στη Μεταπολίτευση, αλλά και άλλα τόσα έμειναν ίδια.
Διαβάζω το βιβλίο απνευστί και εννοείται κρυφά τις ώρες της αναγκαστικής μεσημεριανής σιέστας. Συγκινούμαι μέχρι δακρύων και τα απογεύματα εμφανίζομαι στην παρέα με μάτια κατακόκκινα. «Από τις πολλές βουτιές» δικαιολογούμαι.
Με τον ίδιο συνωμοτικό τρόπο επιστρέφω το βιβλίο στον φίλο μου ο οποίος μου υπόσχεται να μου δανείσει και ένα επόμενο, το Οδός Αβύσσου, αριθμός 0, μόλις το τελειώσει ό ίδιος. «Αλλά αυτό είναι πολύ σκληρό, δεν είναι σαν το άλλο που διάβασες» με προειδοποιεί.
Δεν πρόλαβε να μου το δανείσει.